Ηταν μια γερμανική ταινία σαν όλες τις άλλες – καταγράφηκε όμως στη συνείδηση του κινηματογραφικού κοινού ως μια προειδοποίηση. Στο «Κύμα» (2008), ο καθηγητής Ράινερ Βένγκερ προσπαθεί να εξηγήσει στην τάξη του πόσο εύκολο είναι, τρεις γενιές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, να εγκαθιδρυθεί εκ νέου μια δικτατορία στη Γερμανία. Οι μαθητές δεν τον πιστεύουν. Εκείνος τους βάζει να περπατούν παρατεταγμένα, στον ίδιο ρυθμό, φορώντας την ίδια στολή. Το κορίτσι που αρνείται να τη φορέσει αποβάλλεται από την τάξη. «Το νιώθετε; Αυτή είναι η δύναμη της ενότητας».
Στη Γερμανία, οι μαθητές μαθαίνουν από πολύ νωρίς την ιστορία της πατρίδας τους. Η μεταπολεμική νεολαία έμαθε να ζει με ενοχές που δεν ήταν δικές της. Οι νέοι κουβαλούσαν στην πλάτη τα εγκλήματα των γονιών τους – αυτά που έκαναν και αυτά που, σιωπώντας, επέτρεψαν να γίνουν. Και όταν οι γονείς έγιναν παππούδες και οι ίδιοι γέννησαν παιδιά, ήταν αυτά που επωμίστηκαν, με τη σειρά τους, το βάρος της ίδιας συλλογικής ευθύνης. Ενας αέναος κύκλος γνώσης, θεμέλιος λίθος της εξέλιξης της Γερμανίας.
Οι σημερινοί μαθητές, όμως, βαρέθηκαν την κατήχηση. Γκρινιάζουν όταν πρέπει να επισκεφθούν συγκεκριμένα μουσεία, αντιδρούν γιατί τους απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουν σημαίες για να γιορτάσουν τις νίκες της εθνικής ομάδας στο ποδόσφαιρο. Θεωρούν δεδομένο ότι οι ίδιοι δεν θα επιτρέψουν «ποτέ ξανά» σε κανέναν πολιτικό να τους αποπλανήσει. Οταν χαζεύουν με ενδιαφέρον τις συγκεντρώσεις του AfD, ξεγελιούνται λέγοντας πως «δεν είναι το ίδιο». Και όταν ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ τούς λέει πως «ο Χίτλερ και οι ναζί είναι απλά κουτσουλιές πάνω σε έναν αιώνα ένδοξης γερμανικής Ιστορίας» τον πιστεύουν. Αυτό θέλουν να ακούσουν. Οσο τα χρόνια περνούν και οι άνθρωποι που θυμούνται φεύγουν, ακόμα και η χώρα που έβαλε την ενοχή στο συλλογικό υποσυνείδητο ψάχνει να βρει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τον εθνικισμό που φουντώνει εντός των τειχών.
Και δεν είναι μόνο η Γερμανία που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει μπροστά σε έναν κίνδυνο που γίνεται ολοένα και πιο υπαρκτός. Στην Ελλάδα ο εθνικισμός κόλλησε πάνω σε μικρούς και μεγάλους εμφυλίους και εκφράστηκε μέσα από κιτς, χουντικές παρελάσεις. Οι μαθητές στο σχολείο μαθαίνουν για τη γενναιότητα των στρατιωτών στα βουνά της Αλβανίας, δεν γνωρίζουν όμως ότι στη Θεσσαλονίκη ήταν οι Ελληνες που κατέδιδαν τους εβραίους γείτονές τους. Εδώ ποτέ δεν μάθαμε τις σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας μας. Ημασταν πάντα θύματα και όχι θύτες. Εξού και οι ενοχές δεν μας αγγίζουν.
Οι μαθητές που πριν από μία βδομάδα διαδήλωναν για το όνομα της Μακεδονίας δεν είναι φασίστες. Πολύ πιθανόν δεν ξέρουν καν τι εμπεριέχει η λέξη. Ισως ήθελαν απλά να χάσουν μάθημα. Ισως πίστεψαν πως έτσι αποκτούν πάλι φωνή, ακούγονται ξανά σε μια χώρα που έχει πάψει εδώ και καιρό να τους δίνει σημασία. Αλλοι μπορεί, όντως, να διαφωνούν με το νέο όνομα της ΠΓΔΜ. Δεν αναγνωρίζουν το πρόβλημα που ξεκινάει από το σύνθημα «η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» και τελειώνει στον ναζιστικό χαιρετισμό ενός παιδιού μέσα στο πλήθος. Δεν ξέρουν, δεν τους νοιάζει. Δεν φροντίσαμε να τους μάθουμε. Η συλλογική ευθύνη σβήνει στις εθνικές επετείους, χάνεται στον εορτασμό του Πολυτεχνείου. Και κάπως έτσι παίρνουν πάλι μορφή τα τέρατα. Πάνω στη βεβαιότητα του «ποτέ ξανά».