Aν στην πολιτική δεν μένει τίποτε στάσιμο, τότε δεν είναι η στασιμότητα που μπορεί να εξηγήσει τη δημοσκοπική ακινησία. Είναι κάτι άλλο που εξηγεί το γεγονός ότι η κοινή γνώμη εμφανίζεται εξαιρετικά αδιάφορη απέναντι σε οτιδήποτε επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Από τα αναδρομικά με φορολογικό σέρβις έως τον τηλεοπτικό ενεχυροδανειστή για τη σύλληψη του οποίου θριαμβολόγησε ο ίδιος ο Τσίπρας στη Βουλή, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πέφτουν πάνω στο ίδιο τείχος, στην ίδια μπετοναρισμένη διαφορά του 10%.
Εντάξει, ο Τσίπρας δεν έπαιξε με τον «Ριχάρδο» το τελευταίο του χαρτί. Αλλά ακόμη και αν τα 900 εκατομμύρια ευρώ των εξαγγελιών της ΔΕΘ σε παροχές γίνουν δυο – τρία δισ., το μπετόν μοιάζει αδύνατο να σπάσει. Οι ψηφοφόροι δείχνουν να έχουν βάλει ήδη το ψηφοδέλτιο στον φάκελο και το μόνο που μένει να φανεί είναι πότε θα το βγάλουν από την τσέπη για να το ρίξουν στην κάλπη.
Οχι πως η δημοσκοπική ακινησία στερεί τις εκλογές από διακυβεύματα. Η ΝΔ πιθανότατα δεν θα μάθει ποτέ πριν από το βράδυ των εκλογών εάν κατέκτησε την αυτοδυναμία, το ΚΙΝΑΛ θα έχει πάντα την αγωνία της τρίτης θέσης και οι «μικροί» της προηγούμενης Βουλής θα εξαντλήσουν όλα τα αγωνιστικά τους περιθώρια μέχρι να αφήσουν την ελπίδα να πεθάνει τελευταία. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν περιμένει καν να δει αν θα χάσει πολύ ή λίγο. Αν υπάρχει κάτι να αγωνιά είναι για την ερμηνεία της ήττας – θα χαρακτηριστεί μεγάλη ή μικρή;
Αν εξηγεί κάτι τη δημοσκοπική ακινησία είναι ότι, όπως φαίνεται, αυτές οι εκλογές κρίθηκαν ήδη από τις προηγούμενες. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν πολλά για να κατακτήσουν την εξουσία και εξίσου πολλά για να τη διατηρήσουν. Αλλά στο μεσοδιάστημα δεν έκαναν τίποτε για να κυβερνήσουν – και πάντως τίποτε από αυτά που υποτίθεται ότι θα έκαναν όταν κυβερνούσαν. Οι ερχόμενες εκλογές για τον Τσίπρα χάθηκαν το βράδυ των εκλογών που αγκάλιασε τον Καμμένο για τα επινίκια. Και χάθηκαν όχι επειδή οι ψηφοφόροι δεν συγχώρεσαν την αγκαλιά. Αλλά επειδή παρά την αγκαλιά το αντιμνημονιακό αφήγημα είχε ήδη εξαντληθεί πλήρως.