Στις 4 Ιουνίου 1983 ο Κώστας Σταματίου παρουσιάζει την έκδοση της αυτοβιογραφίας της λαϊκής τραγουδίστριας Καίτης Γκρέυ, γράφοντας ότι η ζωή της είναι «όλα τα σενάρια του παλιού ελληνικού “δραματικού” κινηματογράφου συμπυκνωμένα σε μία ταινία». Ο κριτικός λογοτεχνίας των «ΝΕΩΝ» διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Γιώργος Χρονάς στις εκδόσεις Πανός και σημειώνει:
Η Αγγελική Κηζίλη – το πραγματικό της όνομα – γεννήθηκε κάποτε, προπολεμικά, στη Σάμο. Φτωχή οικογένεια, δεν είχε να ζήσει τα παιδιά της. Τα έδωσε. Στα εφτά της γνώρισε τον θάνατο: πέθανε ο θετός πατέρας της. Η θετή μητέρα της αναγκάστηκε να πλένει πιάτα. Ολη νύχτα. Για να ψευτοζήσουν, εκεί στα Ταμπούρια, όπου η Κικίτσα δεν μπορούσε να γραφτεί στο Δημοτικό: δεν είχε «βαφτιστικό» ούτε πιστοποιητικό γεννήσεως. Η πραγματική μητέρα της δεν τα ‘δινε, γιατί η θετή δεν την άφηνε να βλέπει το παιδί της! Τελικά λίγα κολλυβογράμματα τα έμαθε σε ένα ιδιωτικό νηπιαγωγείο της γειτονιάς…
Ξάφνου εμφανίζεται η πραγματική μητέρα σαν… θεία. Οταν αποκαλύπτεται, δεν μπορεί να πάρει το παιδί της που σπαράζει. Χήρα, θέλει να ξαναφτιάξει ανεξάρτητη τη ζωή της… Η «Κικίτσα» φορτώνεται σε ένα καΐκι κι ο πόλεμος τη βρίσκει στη Σάμο. Κατοχή. Ιταλοί. Συσσίτιο. Κι η «θεία» που τη φιλοξενεί, στρίγγλα, φροσσάρα, ρουφιάνα. 1943, οι βομβαρδισμοί των Γερμανών. Δε μένει κολυμπηθρόξυλο. Το κοριτσάκι – δεκάχρονο – σώζεται μέσα σε ένα τζάκι. Ενας πονετικός Ιταλός θα το βάλει σε μια βάρκα για την Τουρκία…
Μετά τον πόλεμο, βρίσκεται μόνη. Στη βιοπάλη. Σε χρυσοχοείο, σε συσκευαστήριο ελιών, σε υφαντουργείο. Κοιμάται σε μία θεία. Ο φίλος της θείας ορέγεται την ωραία και ζωντοχήρα Κικίτσα. Αμυαλη, η μέλλουσα αοιδός θα βρεθεί έγκυος. Αλλες ιστορίες αγρίων, θα γεννήσει στο Βόλο, αγόρι εφταμηνίτικο, αναιμικό. Λεχώνα σχεδόν, θα αρχίσει να δουλεύει σε σκοπευτήριο της Πανεπιστημίου για να δίνει στο νέο τεμπέλη τα λεφτά να παίζει στον Ιππόδρομο. Και να της λέει να εγκαταλείψει το παιδί της σε κάποια πόρτα…
Και πάλι μόνη στην πρωτεύουσα, μπαίνει υπηρέτρια, στου Κανελλόπουλου του υπουργού, Πατησίων 208. Σαν όλες τις υπηρέτριες της εποχής, λατρεύει τον Τζίμη Μακούλη. Εμαθε πως συχνάζει στο καφενείο «Πανελλήνιον», Πανεπιστημίου και Μπενάκη. Πήγε και αίφνης άνοιξε η τύχη της. Ο κύριος Ρεξ, του περίφημου χορευτικού «Ντούο Ρεξ», είχε έλλειψη παρτενέρ… Ετσι ενώ η Κικίτσα κοιτούσε εκστατική το ίνδαλμά της, τον ωραίο Μακούλη, ο κύριος Ρεξ κοιτούσε την ωραία Κικίτσα, βέβαιος πως βρήκε την ιδανική παρτενέρ. Της έκανε και συμβόλαιο. Την πήγε στο «Περοκέ». Της έμαθε χορό. Τραγούδια. Την ετοίμαζε «για το εξωτερικό». Η Κικίτσα δεν έφυγε με τον κύριο Ρεξ, αλλά μπήκε μόνη της στην «καλλιτεχνία». Με εφόδια μίαν άδεια «εξαιρετικού ταλέντου» και 38 άσματα «ελαφράς μουσικής» κατέφυγε σε ιμπρεσάριο που την έστειλε σε αναψυκτήριο της Πάτρας αφού προηγουμένως τη «βάφτισε» καλλιτεχνικά:
«Μου γράφει λοιπόν, τέσσερα – πέντε ονόματα σε διάφορα χαρτάκια και μου λέει, διάλεξε από όλα αυτά που σου ‘χω γράψει να πάρεις κάποιο ψευδώνυμο… Πραγματικά εγώ βλέπω εκεί και πέφτει το μάτι μου στο “Καίτη Γκρέυ”. Λέω, κύριε Βαφιόπουλε, επειδή με λένε Κικίτσα και το παράνομά μου είναι Καλαϊντζή, το “Καίτη Γκρέυ” ταιριάζει απόλυτα. Αυτό λοιπόν διαλέγω σαν καλλιτεχνικό…».
Η ελληνική καθυστέρηση, στο βάθος εικονογραφείται σε όλο το βιβλίο. Και θύμα της αυτή η σπαραχτική κι αλλοπρόσαλλη γυναίκα, που τραγουδάει και ερωτεύεται και συνεχώς προδίνεται, ενώ ο γιος της μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο. Και ξαναπαντρεύεται. Αυτή τη φορά με «ένα πολύ καλό παιδί, μόνο λίγο επιπόλαιο». Και ξαναχωρίζει. Και αρραβωνιάζεται με άλλον… Ωσπου ξαναεμφανίζεται ο Καζαντζίδης μαζί με τη Μαρινέλλα. Και χωρίζουν και ξανασμίγουν και αυτοί παντρεύονται κι ετοιμάζεται κι η Γκρέυ να παντρευτεί τον καλό της, γιο εφοπλιστή, που κι αυτός… παντρεύεται άλλην, αφήνοντας την στα κρύα του λουτρού. Ωσπου ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα παίρνουν διαζύγιο…
Τώρα οι θύελλες κόπασαν. Μένουν οι αναμνήσεις αυτής της παράξενης ζωής, που σύνθεσαν μεγάλες προσδοκίες κι ακόμα μεγαλύτερες προδοσίες και απογοητεύσεις. Μένουν οι φωτογραφίες που η ίδια ξεδιάλεξε, ένα πρόσωπο σε πλήθος παραλλαγές, ξανθιά, μελαχρινή, αδύνατη, παχιά, με μαλλιά μακριά ή κοντά, μοιραία ή πεταχτούλα, γκέισα ή οριεντάλ. Μία γυναίκα με χίλια πρόσωπα. Μένει, τέλος, χαραγμένη για πάντα στο κερί, μια φωνή που μέτρησε όσο λίγες στην ιστορία του ρεμπέτικου.