Το σημείωμά μου σήμερα είναι βιωματικό, παρότι η συγκεκριμένη μορφή γραφής ενέχει κινδύνους αυτοαναφορικότητας. Τη μέρα που πέθανε ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι ήμουν στη Ρώμη. Πρώτη είδηση παντού. Λογικό. Αμέσως κοινοποιήθηκε πως η σορός του μεγάλου κινηματογραφιστή θα εκτίθετο σε λαϊκό προσκύνημα στο Καπιτώλιο. Εξάλλου όλα τα τελευταία χρόνια ο θανών διέμενε στην Αιώνια Πόλη, στο Τραστέβερε, αποσυρμένος και κλονισμένος σωματικά.
Το μεσημέρι, πήγα στο Καπιτώλιο. Ψιλόβρεχε. Μια ομάδα εργαζόμενων στο μετρό έκανε μια μικρή διαμαρτυρία με ένα απλωμένο πανό στα σκαλιά του αίθριου χώρου. Τίποτε δεν πρόδιδε πως εδώ κάπου υπήρχε προσκύνημα ενός τόσο σημαντικού προσώπου. Κι όμως. Σε ένα λιτό ανοιχτό φέρετρο, στην αίθουσα προτομών – εκτίθετο ο Μπερτολούτσι. Σε ένα σιωπηρό σκηνικό. Ακόμη και οι άνθρωποι των καναλιών που την είχαν στημένη στην πόρτα της αίθουσας δεν έκαναν θόρυβο.
Εμεινα περίπου δύο ώρες. Γιατί όμως σας τα λέω όλα αυτά; Δεν θα είχε καμία σημασία το σημερινό μου σημείωμα, αλλά μου γεννήθηκαν ορισμένες παράξενες σκέψεις εκείνες τις ώρες του βουβού αποχαιρετισμού της αστικής και καλλιτεχνικής Ρώμης – δεν ήταν ακριβώς λαϊκό το προσκύνημα και λόγω της χωροταξίας όπως καταλαβαίνετε. Σκέψεις που επιτείνανε οι βουβές φιγούρες που έφταναν στον χώρο και που στέκονταν προσοχή μπροστά στον νεκρό ποιητή της εικόνας. Μέσα σε λίγη ώρα βρέθηκα δίπλα στον Πάολο Ταβιάνι (με μαύρο παλτό) που στο «Αλονζανφάν» με τον αδελφό του μίλησε για το δράμα των πολιτικών ψευδαισθήσεων. Στον Φραντζέσκο Μαζέλι που συγκινημένος έμεινε για ώρα εκεί, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο και που το 2001 συντόνισε – από τη μεριά των λαϊκών κινημάτων – την ιστορική διάσκεψη των 8 στη Γένοβα. Στον ανέκφραστο Νάνι Μορέτι, τον άνθρωπο που στην ταινία «Απρίλης» (1998) οδυρόταν μπροστά στην τηλεόραση και στον τραγικό Μάσιμο ντ’ Αλέμα: «Πες, επιτέλους, κάτι αριστερό!». Στον Τζουζέπε Τορνατόρε που πριν από 12 χρόνια στην «Αγνωστη» μίλησε για μια ουκρανή καθαρίστρια που εκπορνεύεται βιαίως. Στον Ντάριο Αρτζέντο που εδραίωσε τη δυστοπία του «τρόμου» ως μεταφορά της Ποίησης. Στη Στεφανία Σαντρέλι που έμεινε για πάντα στις τοιχογραφίες «Κονφορμίστα» και «1900», ταινίες του θανόντος Μπερτολούτσι. Και η αίσθηση ήταν ακόμη πιο παράξενη για μένα, αφού την ίδια ώρα το Παρίσι άρχισε να φλέγεται – με πολλά αιτήματα κατά της λιτότητας του Μακρόν.
Την ίδια ώρα η Ιταλία πρόβαρε την προκρούστεια κλίνη της ευρωενωσιακής ορθοδοξίας – αυτής της ίδιας που έχει γιγαντώσει τον τραγικό Σαλβίνι. Την ίδια ώρα που στη μετέωρη Ελλάδα το νέο θηριοτροφείο του Facebook μάλωνε για το βούτυρο στην μπερτολούτσεια ταινία «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» – χωρίς καθόλου να στέκεται στην εικονοποίηση του Μαρξ και του Γκράμσι στο συγκλονιστικό 1900 του ίδιου δημιουργού. Ο ανθός του ιταλικού κινηματογράφου έμοιαζε να αποχαιρετά μαζί με τον δημιουργό, μέσα στην αίθουσα του Καπιτωλίου, ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Τον αιώνα που πήρε μαζί του ο Μπερτολούτσι μαζί με τις αφηγήσεις, τα βέβαια ιδεολογικά σχήματα, την αυτοθυσία των καταφρονεμένων για μια Ουτοπία ή μια Ευτοπία, όπως θέλετε δείτε το.
Και σήμερα; Σήμερα που ο αμοραλισμός και η υπερεντατικοποίηση φτιάχνουν το νέο είδος ανθρώπου, του οχυρωμένου στο ιδιωτικό του ιντερνετικό και άφυλο πιλοτήριο, όλα μοιάζουν ρευστά και μελαγχολικά. Ακόμη και η καταγραφή της εποχής δεν ευνοεί τους ποιητές. Δεν ενθαρρύνει τις μεγάλες συγκρούσεις. Η ενδιάμεση συγκυρία που βιώνουμε δεν θα κρατήσει πολύ. Το θέμα είναι αν θα τη νοσταλγούμε ως κοινωνική ειρήνη ή θα την ξορκίζουμε ως αδικαιολόγητη ακινησία.