Τα Βαλκάνια είχαν χαρακτηριστεί κάποτε μπαρουταποθήκη της Ευρώπης. Ο χαρακτηρισμός αυτός μόνο υπερβολικός δεν ήταν για μια περιοχή που έδωσε την αφορμή για να ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στις αρχές του 20ού αιώνα και «φιλοξένησε» τον τελευταίο πόλεμο επί ευρωπαϊκού εδάφους στα τέλη του.
Και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον τελευταίο ευρωπαϊκό, η Ιστορία τέθηκε σε κίνηση από τους εθνικισμούς. Τότε ήταν ένας σέρβος εθνικιστής που δολοφόνησε τον διάδοχο της Αυστρουγγαρίας, αργότερα ήταν οι εθνικισμοί που διέλυσαν με τον πλέον αιματηρό τρόπο τη Γιουγκοσλαβία. Εκτοτε τα εθνικιστικά πάθη καταλάγιασαν κάπως, υπάρχουν όμως εστίες που τα αναζωπυρώνουν συνεχώς.
Είναι κάτι που βλέπουμε συχνά στο Κόσοβο. Το βλέπουμε επίσης στην ΠΓΔΜ και μάλιστα όχι του εθνικιστή ηγέτη Νίκολα Γκρούεφσκι, αλλά του δυτικόστροφου διαδόχου του, του Ζόραν Ζάεφ, ο οποίος εγείρει θέματα αλυτρωτισμού. Το βλέπουμε και στην Αλβανία, όπου το παιχνίδι του εθνικισμού παίζει συχνά πυκνά ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα, ο οποίος έφτασε στο σημείο να αλιεύσει περιστατικά από το αστυνομικό δελτίο, όπως η δολοφονία αλβανικής καταγωγής πολίτη, που τελικά αποδείχθηκε ότι τον είχε δολοφονήσει συμπατριώτης του.
Η χώρα μας, θύμα και η ίδια κάποιες φορές του εθνικισμού, δεν πρέπει να πέσει σε αυτήν την παγίδα. Κινητήριος μοχλός του εθνικισμού είναι η ανασφάλεια που έχει κανείς για την ταυτότητά του. Η Ελλάδα έχει ισχυρή ταυτότητα. Και ξέρει πώς να φερθεί με ψυχραιμία στην μπαρουταποθήκη των Βαλκανίων.