Αφού μιλάμε πάντα για έναν ασύλληπτο θάνατο, η χθεσινή θα έπρεπε να ήταν μια ημέρα σιωπής. Ή τουλάχιστον μια ημέρα που, όσο και αν τέντωνε κανείς τα αφτιά του, θα άκουγε μόνο τη φωνή της μητέρας του Γρηγορόπουλου να λέει ότι ο Αλέξανδρος «ήταν ένα παιδί που αποδοκίμαζε τις βιαιοπραγίες και τις καταστροφές» και ότι «δεν θα ήθελε με τίποτα να συνδεθεί το όνομά του με αυτά που γίνονται τώρα». Και να άκουγε, δευτερευόντως, εκείνους που ζουν τον Δεκέμβριο του 2008 όχι κάθε χρόνο αλλά πολλές φορές τον χρόνο, δηλαδή τους κατοίκους των Εξαρχείων, να ζητούν από την υπόλοιπη κοινωνία να τους προστατεύσει από τους βανδαλισμούς και τα χημικά.
Αντίθετα, όμως, περισσεύουν οι φωνές εκείνων που δίνουν στον Δεκέμβριο του 2008 έναν εξεγερσιακό χαρακτήρα που στην πραγματικότητα δεν είχε. Απέναντι στην οδύνη της απώλειας που εκφράζει η μητέρα του Γρηγορόπουλου και στον φόβο της βίας που εκφράζουν οι κάτοικοι των Εξαρχείων, δεν υπάρχει σιωπή, σεβασμός και συμπαράσταση, αλλά η αγωνία για ένα νέο αφήγημα. Υπάρχει η ιδεολογική χρήση και η εργαλειοποίηση ενός τριήμερου τυφλής βίας που πασπαλίζεται με επικές περιγραφές: η βία ήταν «ξέσπασμα» και το «ξέσπασμα» «αυθόρμητο», το «κίνημα» ήταν «ακηδεμόνευτο», τα «εργαλεία ερμηνείας» πολύ παλιά για να καταλάβουμε αυτό που συνέβαινε – αλίμονο, τι να καταλάβουν τα σκουριασμένα μυαλά από το νέο αίμα.
Θα ήταν έτσι εάν η Αθήνα καιγόταν όπως καίγεται τα τελευταία Σαββατοκύριακα το Παρίσι, δηλαδή με μια κάποια απόσταση από την προηγούμενη φορά που πήρε φωτιά. Στο Παρίσι η προηγούμενη φορά ήταν τον Μάη του ’68. Η Αθήνα όμως είχε παραδοθεί πολλές φορές στις φλόγες πριν από τα «νέα Δεκεμβριανά». Θα ήταν έτσι εάν η υποτιθέμενη εξέγερση περιοριζόταν στα σύμβολα του υποτιθέμενου εχθρού. Αλλά δεν είναι σύμβολα του εχθρού τα μικροκαταστήματα του κέντρου ούτε η Βιβλιοθήκη της Νομικής Σχολής.
Αν εκείνη η πυρκαγιά ήταν διαφορετική από τις άλλες, ήταν επειδή το σπίρτο άναψε από εκείνον τον ασύλληπτο θάνατο και ήταν επειδή εκείνος ο ασύλληπτος θάνατος έκανε την κοινωνία να παγώσει και το κράτος να μην ξέρει τι να κάνει με ένα νεκρό παιδί στα χέρια του. Η τυφλή βία όμως ήταν ακριβώς η ίδια. Το έργο είχε ήδη παιχτεί πολλές φορές.