Το περίφημο street food δεν είναι απλώς ένα είδος φαγητού που μπορούμε να καταναλώσουμε όρθιοι ή περπατώντας στον δρόμο, χωρίς πιρούνι, κουτάλι ή μαχαίρι. Ούτε βέβαια μία ανάγκη που – ειδικά στην Ελλάδα – έγινε μόδα στα χρόνια της κρίσης, όταν οι γκουρμέ εξτραβαγκάντσες καταβαραθρώθηκαν μαζί με τους δείκτες του χρηματιστηρίου. Ούτε είναι θέμα πρώτων υλών και τρόπου παρασκευής. Και βέβαια δεν είναι απαραιτήτως κάτι φτηνό. Είπαμε, «φαγητό του δρόμου». Και όπως από δρόμο σε δρόμο κυμαίνονται τα ενοίκια, το ίδιο συμβαίνει και με το street food. Στους δρόμους του Μονακό και του Σεν Τροπέ για παράδειγμα, πουλάνε σάντουιτς με αστακό. Τι είναι λοιπόν; Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι προέκυψε ως λύση ανάγκης που, στα νεώτερα χρόνια, προβιβάστηκε σε γαστρονομική φιλοσοφία. Κάθε λαός και κάθε τόπος και οι ανάγκες του.

Στη σύγχρονη Ελλάδα (για την κουζίνα των αρχαίων είναι άλλα τα δεδομένα) ιχνηλατώντας το street food, φθάνω μέχρι τη Θεσσαλία και την Ηπειρο. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό αυτών των περιοχών; Πολλοί βοσκοί που μετακινούνται μαζί με τα κοπάδια τους, ενίοτε και με ολόκληρη την οικογένειά τους. Πώς θα αντιμετωπίσουν το θέμα του φαγητού αφού δεν γίνεται να κουβαλούν μαζί τους ούτε πρώτες ύλες που υπάρχει κίνδυνος να αλλοιωθούν ούτε πολλά τεντζερέδια; Πίτες με διάφορες γεμίσεις που σε χορταίνουν και είναι εύκολο να μεταφερθούν. Ιδού λοιπόν γιατί αυτές οι περιοχές είναι περίφημες για τις πίτες τους και γιατί τα τυροπιτάδικα, εκτός από τα σουβλατζίδικα, καθιερώθηκαν από πολύ νωρίς – από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια συγκεκριμένα – ως τα χαρακτηριστικά ελληνικά στριτφουντάδικα, πολύ πριν παπαγαλίσουμε τον όρο.

Τα τελευταία χρόνια, το street food επιβλήθηκε ως ανάγκη για να καταλήξει σε σαρωτική μόδα (αν έρεε το χρήμα, θα ζούσαμε ακόμη στην εποχή της αστακομακαρονάδας). Οχι μόνο στο εμπορικό κέντρο που είναι αναμενόμενο, αλλά και σε περιοχές όπως το Κολωνάκι, όπου η Πατριάρχου Ιωακείμ εξελίσσεται σταθερά σε οδό του street food. Στην περιοχή του κέντρου δε, μπορεί κάποιος να «ταξιδέψει» σε όλον τον κόσμο. Μυρωδιές και γεύσεις από τους δρόμους της Ασίας, των αραβικών χωρών, των ΗΠΑ και της Λατινικής Αμερικής, της Βόρειας, της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά και αναβαθμισμένα τυροπιτάδικα ή μεταμοντέρνα σουβλατζίδικα. Ο μέσος όρος είναι άνω του μετρίου και ως προς την ποιότητα και ως προς την εξυπηρέτηση. Τα δε φεστιβάλ street food που γίνονται περισσότερες από μία φορά τον χρόνο ανεβάζουν ακόμη περισσότερο τα στάνταρ.

Οι μόδες όμως δημιουργούν και εκτρώματα. Οταν υπερπολυτελές εστιατόριο – στέκι στο κέντρο σερβίρει υποτίθεται street food τώρα που το σούσι έγινε πληκτικό, δεν μιλάμε για street food, αλλά για το «η μαντάμ Σουσού περνάει κρίση ταυτότητας».

Ο Νίκος Μαστοράκης και το βοντβίλ

Οταν το περασμένο καλοκαίρι ανακοινώθηκε πως ο Νίκος Μαστοράκης, μετά την «Ενωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» και πριν από τις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» στο Θέατρο Τέχνης (για να μην αναφερθώ στις προηγούμενες δουλειές του ιδιοφυούς δημιουργού), θα σκηνοθετούσε ένα βοντβίλ του Φεντό στο θέατρο Αλίκη, παραξενεύτηκα. Κακώς. Στην ουσία του θεάτρου δεν έχει σημασία μόνο το τι κάνεις, αλλά κυρίως το πώς το κάνεις. Και με τα «Πουλιά στον αέρα» συμβαίνει ακριβώς αυτό. Οχι βέβαια ότι το έργο του Φεντό είναι υποδεέστερης θεατρικής αξίας (το συγκεκριμένο μάλιστα είναι, κατά τον Μάριο Πλωρίτη, το πιο εκλεπτυσμένο του γάλλου συγγραφέα) αλλά πρόκειται, ας πούμε, για ένα «εύκολο» θέαμα, στα οποία δεν μας έχει συνηθίσει ο Μαστοράκης. Οταν το βλέπεις όμως συνειδητοποιείς, διά της αντίστροφης ανάγνωσης, την παγίδα της σοβαροφάνειας στην οποία πέφτουν πολλοί σκηνοθέτες μας. Διότι πέρα από τα βαριά (ή απλώς βαρύγδουπα νοήματα), υπάρχει η ατμόσφαιρα που δημιουργεί μια παράσταση και η τεχνική που αναδεικνύει τα επί σκηνής δρώμενα. Μεγάλος μαέστρος σε αυτά ο Μαστοράκης, καταφέρνει να ανανεώσει μια κωμωδία διατηρώντας όμως υπαινικτικά τις αναφορές της εποχής που γράφτηκε (τέλη 19ου αιώνα) και να μετατρέψει σε μουσικοχορευτικό χάπενινγκ ακόμη και την άχαρη στιγμή της αλλαγής των σκηνικών «χρησιμοποιώντας» πολλαπλά έναν 12μελή θίασο με επικεφαλής τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και τη Βίκη Σταυροπούλου.

Εκεί, στην Πειραιώς

Το γνωρίσαμε ως θέατρο στο οποίο μάλιστα έχουν ανέβει κάποιες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των τελευταίων χρόνων. Τώρα θα το ξαναμάθουμε και ως μουσική σκηνή. Το Πειραιώς 131 ανακαινίστηκε, διαμορφώθηκε και έγινε Π 131 stage spectacle. Ενας νέος χώρος ψυχαγωγίας που θα συνδυάζει τις, κυρίως, μουσικές παραστάσεις με την ατμόσφαιρα ενός εν πλήρει λειτουργία ενημερωμένου μπαρ που θα παραμένει ανοιχτό ανεξαρτήτως των καλλιτεχνικών δρωμένων. Την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Πάνος Σουρούνης. Από σήμερα και κάθε Σάββατο του Δεκεμβρίου το «Λοβboat» στήνει ένα πάρτι με ελληνικά και ξένα τραγούδια που όλοι αγαπήσαμε, ενώ την Τετάρτη 19/12 θα φιλοξενηθούν στο Π 131 οι Θέμης Καραμουρατίδης, Μελίνα Κανά και Κατερίνα Κούκα και την παραμονή των Χριστουγέννων οι Gadjo Dilo.

Τάσος Μαντζαβίνος, ζωγράφος

Τι μου αρέσει στην Αθήνα

Περί των Αθηνών μνήμες ζωντανές. Μνημεία και ηρώα τα οποία έχουν στήσει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Σε οδούς και πλατείες, στον Ηλεκτρικό του Αγίου Νικολάου, στη γραμμή των λεωφορείων από τον Αγιο Νικόλαο ώς το τέρμα, επί της 3ης Σεπτεμβρίου. Τότε που με τη μάνα μου κατεβαίναμε για αγορά άσπρων παπουτσιών το Πάσχα και λουκουμάδες στην Πανεπιστημίου. Θυμάμαι τα λεωφορεία της εποχής, εκείνα που είχαν τη μηχανή μπροστά. Τα παράθυρα είχαν κουρτινάκια και στη θέση του οδηγού, στο παρμπρίζ, χαϊμαλιά και φωτογραφίες ποδοσφαιριστών. Το στρίγκλισμα των τρόλεϊ πρωί πρωί μού δημιουργούσε ευεξία διότι μια μέρα άρχιζε και τα χθεσινά περασμένα – ξεχασμένα. Στις σιδερένιες γέφυρες από τα Κάτω Πατήσια ώς τον σταθμό της Αττικής και στις γραμμές Αθηνών – Θεσσαλονίκης αποδίδω τιμάς διότι υπήρξαν ο χώρος έμπνευσής μου όταν ήμουν φοιτητής, διάβαζα Κάφκα και με συνέπαιρνε ο Κοκόσκα.