Ορισμένα βιογραφικά στοιχεία για αρχή, που έχουν τη σημασία τους. O Μαρκ Λίλα είναι καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια με ειδίκευση στην ιστορία των πολιτικών και θρησκευτικών ιδεών. Γεννήθηκε κοντά στο Ντιτρόιτ, σε μια περιοχή όπου κατοικούσαν λευκοί, συνδικαλισμένοι εργάτες, ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο πατέρας του εργαζόταν στη γραμμή παραγωγής της Σεβρολέτ και η μητέρα του ως νοσοκόμα. Η καταγωγή του διαμόρφωσε τα φιλικά αισθήματα προς την εργατική τάξη, όπως και τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Τον Νοέμβριο του 2016 και ενώ οι Δημοκρατικοί συνέχισαν να «πενθούν» για την ήττα της Χίλαρι Κλίντον, ο Λίλα έγραψε στους «New York Times» το άρθρο «The end of identity liberalism», το οποίο έγινε το πιο πολυδιαβασμένο της χρονιάς. Εκεί σημείωνε ότι θα πρέπει «να τεθεί ένα τέλος στην εποχή του φιλελευθερισμού των ταυτοτήτων» χρεώνοντας στην πολιτική των ταυτοτήτων και στην πολιτική ορθότητα τη νίκη του Τραμπ.
Το κείμενο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Ο Λίλα έγινε ο εφιάλτης της φιλελεύθερης Αριστεράς. Ως αντίδραση έγραψε το βιβλίο «Κάποτε φιλελεύθερος…», όπου επιχειρεί να απαντήσει στους επικριτές του ως απογοητευμένος αμερικανός φιλελεύθερος. Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκή μελέτη. Είναι μάλλον μια παθιασμένη έκκληση στους φιλελευθέρους να στραφούν από τη διχαστική πολιτική των ταυτοτήτων στην προσπάθεια για ένα κοινό όραμα, ικανό να πείσει όλο και περισσότερους πολίτες.
Η Αριστερά ωθούμενη από μια ειλικρινή επιθυμία να προστατέψει τα πιο ευάλωτα στρώματα, «βαλκανοποίησε» ασυνείδητα το εκλογικό σώμα, ενθάρρυνε την ενδοσκοπική απραξία εις βάρος της αλληλεγγύης με αποτέλεσμα τη ναρκισσιστική άγνοια για το τι συμβαίνει εκτός των αυτοπροσδιοριζόμενων ομάδων. Παράλληλα, το μεγαλύτερο δυναμικό της εξαντλήθηκε στα κοινωνικά κινήματα και όχι στις κομματικές πολιτικές. Εν ολίγοις η πολιτική των ταυτοτήτων – «ο ρεϊγκανισμός της Αριστεράς» όπως την αποκαλεί – μεταμόρφωσε ώς έναν βαθμό τους Δημοκρατικούς από κόμμα των εργαζομένων σε συνασπισμό μορφωμένων ελίτ, μειοψηφιών και δικαιωματιστών.
Η εκλογική νίκη
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Λίλα είναι αντίθετος στην προάσπιση των δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων. Αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι σε μια δημοκρατία ο μόνος ουσιαστικός τρόπος υπεράσπισης αυτών των ανθρώπων είναι ένα κόμμα να κερδίζει τις εκλογές. Και αυτό επειδή οι ουσιαστικές αλλαγές πραγματοποιούνται σχεδόν πάντα σε θεσμικό επίπεδο – άρα ένα κόμμα θα πρέπει να έχει και την απαραίτητη δύναμη για να τις επιβάλει. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η ύπαρξη ενός μηνύματος ή ενός οράματος που ενώνει όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους.
Για τον Λίλα το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σήμερα είναι η απουσία πολιτικού οράματος. «Υπάρχουν απλώς δυο κουρασμένες ατομικιστικές ιδεολογίες εγγενώς ανίκανες να διακρίνουν το κοινό καλό και να ενώσουν τη χώρα για να τη διασφαλίσουν υπό τις παρούσες περιστάσεις», γράφει. Ετσι κάπως προέκυψε και η τερατογένεση του Τραμπ, ο οποίος δεν είναι καθόλου απλή περίπτωση αφού κατάφερε να νικήσει και τα δύο μεγάλα κόμματα της Αμερικής, ξεκινώντας από αυτό στο οποίο επίσημα ανήκει.
Αν οι φιλελεύθεροι θέλουν να κερδίσουν ξανά ψήφους από τη Δεξιά και να φέρουν μια σταθερή αλλαγή για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται, πρέπει να εγκαταλείψουν την εμμονή με την πολιτική ορθότητα και να κατέβουν από τον άμβωνα. «Κι όταν κατέβεις, μάθε να ακούς και να φαντάζεσαι. Πρέπει να επισκεφθείς, έστω και με τη φαντασία, μέρη όπου δεν υπάρχει Wi-Fi, ο καφές είναι ελαφρύς, και δεν θα έχεις καμία επιθυμία να ποστάρεις μια φωτογραφία του γεύματός σου στο Instagram. Και μέρη όπου θα τρως με ανθρώπους που ευχαριστούν πραγματικά τον Θεό για το φαγητό που τρώνε. Μην τους περιφρονείς».