Δημοσιεύτηκε πρόσφατα από το Μουσείο Μπενάκη, με την επιστημονική επιμέλεια του ακαταπόνητου Δημήτρη Αρβανιτάκη, ο τόμος Β’ των Εργων του Ανδρέα Κάλβου. Περιλαμβάνει τα Πεζά κείμενα, ελληνικά και ιταλικά, και χωρίζεται σε τρία μέρη: «Δημοσιευμένα κείμενα», «Αδημοσίευτα κείμενα», «Τα μαθήματα φιλοσοφίας στην Ιόνιο Ακαδημία». Τις εισαγωγικές μελέτες έχουν συγγράψει (με αλφαβητική σειρά) οι Παναγής Αλιπράντης, Δημήτρης Αρβανιτάκης, Νάσος Βαγενάς, Νίκος Κουρκουμέλης, Θεοδόσης Πυλαρινός και Λουίτζι Τρέντι. Τις μεταφράσεις από τα ιταλικά και τα γαλλικά εκπόνησε, με δύο εξαιρέσεις, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης. Στα πεζά κείμενα που γνωρίζαμε έχει προστεθεί μια πρόσφατη, ευτυχής αποκάλυψη του Νάσου Βαγενά: η απόδοση στον Κάλβο, χάρη σε εύστοχες συνδέσεις με το ιταλόγλωσσο και ελληνόγλωσσο κριτικό και ποιητικό έργο του, μιας ανώνυμης κριτικής για τις κωμωδίες του Alberto Nota (Ape Italiana 1819). Ο τόμος συνεχίζει την εξαιρετική παράδοση που δημιούργησε η δημοσίευση της Αλληλογραφίας και των Δημοσιευμένων ποιητικών του Κάλβου (εκκρεμούν τα Αδημοσίευτα ποιητικά) αλλά παράλληλα προσφέρει γόνιμο έδαφος για κάποιες σκέψεις πάνω στην έκδοση των Εργων του Κάλβου.

Στην εισαγωγή ο Δημήτρης Αρβανιτάκης διαπιστώνει σωστά ότι ο τόμος περιλαμβάνει κείμενα «άνισα και ανόμοια» και τα διακρίνει σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη συγκεντρώνει απόψεις του Κάλβου που σχετίζονται με το αίτημα για δημιουργία ενός εθνικού αναγνωστικού κοινού, μιας εθνικής γλώσσας και μιας εθνικής λογοτεχνίας, με κύριο πεδίο αναφοράς το ποιητικό και το κριτικό – λογοτεχνικό έργο του. Στη δεύτερη ο Αρβανιτάκης διακρίνει απόηχους των «μεγάλων συζητήσεων» στον ευρωπαϊκό χώρο της εποχής. Τις 391 από τις 666 σελίδες καταλαμβάνουν τα «Μαθήματα φιλοσοφίας» του Κάλβου στην Ιόνιο Ακαδημία το 1840-1841. Η φιλοσοφία που δίδασκε δεν είχε σχέση με το αντιτυραννικό και επαναστατικό πνεύμα των Ωδών αλλά με τις επιταγές της αγγλικής προστασίας: μακριά από «επικίνδυνες και ανατρεπτικές ιδέες», από «ακραίες υλιστικές θεωρίες» και από ορισμένες «ιδεαλιστικές απόψεις».

Παραδοξότητες

Κείμενα «άνισα και ανόμοια», λοιπόν, που προκαλούν ερεθιστικά ερωτήματα για τη δόμηση του τόμου και της όλης έκδοσης. Κατ’ αρχάς, ο διαχωρισμός του έργου του Κάλβου σε πεζό και ποιητικό οδηγεί σε παραδοξότητες. «Πεζό» κείμενο είναι ο σύντομος Πρόλογος (17 στίχοι) στη δική του έκδοση αποσπασμάτων των Χαρίτων του Φώσκολου (1846), αλλά πώς μπορεί κανείς να διαχωρίσει τον «πεζό» Πρόλογο από το «ποίημα», όταν μάλιστα ο Κάλβος ψέγει προηγούμενους εκδότες για εσφαλμένες γραφές που αποκαθιστά στην έκδοσή του; Η ίδια η έκδοση αποτελεί αναπόσταστο τμήμα της καλβικής ποιητικής, δεδομένου ότι οι Ωδές παραπέμπουν σε αποκλίνουσες ή σπάνιες γραφές αυτού του απογράφου των Χαρίτων. Επίσης, οι περισσότερες «Σημειώσεις» στην «Ωδή εις Ιονίους» (1814) αφορούν θέματα κριτικής (πβ. την αξιοποίησή τους στον παρόντα τόμο από τον Νάσο Βαγενά) και μάλιστα δύο ενσωματώνουν αποσπάσματα των Χαρίτων και έχουν διπλάσια έκταση από τον Πρόλογο του 1846 (βλ. Πασχάλης, Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο: ο Ανδρέας Κάλβος, η Ιταλία και η αρχαιότητα, 2013, 135-169). Οσο παράλογο θα ήταν να εκδώσουμε χωριστά τις «Σημειώσεις», το ίδιο παράλογη είναι η χωριστή έκδοση του Προλόγου.

Συναφές με το «άνισο και ανόμοιο» των Πεζών κειμένων του Κάλβου είναι το γεγονός ότι την πορεία του χαρακτηρίζει η γνωστή ιδιαιτερότητα: η ενασχόλησή του με την ποίηση (ιταλική και ελληνική), το θέατρο και τη λογοτεχνική κριτική τελειώνει το 1826 – με εξαίρεση την αναδρομική ματιά της έκδοσης του 1846. Αφού λοιπόν ο Κάλβος δεν είναι Σολωμός, μήπως θα έπρεπε το έργο που αφορά τις παραπάνω δραστηριότητες και ειδικότερα τη γλωσσική και ποιητική διαμόρφωσή του ως ποιητή των Ωδών να συγκεντρωθεί χωριστά, ανεξάρτητα από το αν είναι «πεζό» ή «ποιητικό», «πρωτότυπο» ή «μεταφρασμένο»; Θα ήταν ένα βήμα ανάλογης σημασίας με τη συνέκδοση του ιταλόγλωσσου και του ελληνόγλωσσου ποιητικού και κριτικού έργου του και με την αρμόζουσα εισαγωγή θα βοηθούσε τους αναγνώστες να κατανοήσουν καλύτερα τις σύγχρονες προσεγγίσεις των καλβικών Ωδών. Δεν θα ήταν πιο λειτουργικό, αντί για τις παραπάνω διακρίσεις, να εκδίδονταν σε χωριστό τόμο τα κείμενα που αναφέρονται στον όψιμο Κάλβο; Από τα «Μαθήματα φιλοσοφίας» (1840-1841) μέχρι το «Κλίμα του Κορντοφάν» (1845) και τις επικρίσεις κατά του Αντώνιου Δάνδολου «[διά] δοξασίας τινάς εναντίας εις τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις» (1849);

Ο τόμος Γ’ έχει προγραμματιστεί να περιλάβει κείμενα που προορίζονταν για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, τις ελληνικές μεταφράσεις των αγγλικανικών εκκλησιαστικών έργων και τη γαλλική μετάφραση ενός έργου του Ιωάννη Καρανδηνού. Ομως, η σύντομη νεοελληνική γραμματική του Κάλβου, που συμπεριελήφθη στον τόμο της πολύγλωσσης Αρμονικής γραμματικής του Frederick Nolan (1822) μαζί με το λεξιλόγιο που τη συνοδεύει, έχουν προφανή σημασία για τη γλωσσική διαμόρφωση του ποιητή των Ωδών. Η συνέκδοσή τους με κείμενα της ίδιας περιόδου και ανάλογου προσανατολισμού θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, πιο λειτουργική και θα έδινε νέα ώθηση στην έρευνα. Ακόμη, είναι γνωστό ότι η μετάφραση των Ψαλμών του Δαβίδ από τον Ανδρέα Κάλβο (1820, 1821) άσκησε σημαντική επίδραση στις Ωδές. Η συνέκδοση με όψιμες μεταφράσεις, όπως η Περί δογμάτων, διοικήσεως και ιερουργιών της αγγλικής εκκλησίας (1856), θα την αποσπάσει από τα ιστορικά και αναγνωστικά συμφραζόμενά της.

Ανταγωνισμός με τον Κοραή

Η κριτική του Κάλβου που αφορά τον Θεόφραστο στον παρόντα τόμο (233-245, 266-273) εντάσσεται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού του με τον Κοραή, που είναι ελάχιστα γνωστός. Μάλιστα, υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Κάλβος ακολουθεί τον Κοραή π.χ. στο ζήτημα της συνέχειας της ελληνικής προφοράς (βλ. στον παρόντα τόμο «Για το σύστημα του Ερασμου»), όταν ο πρώτος υποστήριζε πως αυτό ισχύει από τα χρόνια του Ομήρου (!), ενώ ο Κοραής υποστήριζε το ορθό, ότι δηλαδή, με βάση επιγραφικές μαρτυρίες, η νεοελληνική προφορά πλησιάζει πολύ προς την προφορά του τέλους της ελληνιστικής εποχής. Στην ως άνω κριτική του, που πρωτοδημοσίευσε ο Mario Vitti το 1960, ο Κάλβος επέκρινε τη ρέουσα γαλλική μετάφραση του Προοιμίου της έκδοσης των Χαρακτήρων του Θεοφράστου από τον Κοραή (Παρίσι 1799), με τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν το ίδιο «σύντομη» με το πρωτότυπο, και παρέθεσε για αντιπαραβολή τη δική του «πιστή» ιταλική μετάφραση. Σχολίασε επίσης αρνητικά τις λιτές και διαφωτιστικές επισημάνσεις του Κοραή σχετικά με τις πολλές ανακρίβειες του Προοιμίου, γράφοντας τα εξής: «Ο κ. Κοραής, θέλοντας να δώσει μια δική του ερμηνεία σε αυτό το χωρίο, αντί να φωτίσει την έλλειψη ακρίβειας στην έκφραση του Θεοφράστου, την τύλιξε σε ακόμη μεγαλύτερο ζόφο». Ο Κάλβος δεν γνώριζε προφανώς ότι το 1787 o Sonntag είχε υποστηρίξει πώς το Προοίμιο δεν είναι γνήσιο (η κριτική είχε εντοπίσει προβλήματα ήδη το 1605), και έτσι ανέλαβε να υποστηρίξει, για λογαριασμό του Ψευδο-Θεοφράστου, τις χτυπητές ανακρίβειες που είχε επισημάνει ο Κοραής.

Υπενθυμίζω ότι στη δεύτερη διάλεξή του για την ελληνική γλώσσα στο Λονδίνο (30-6-1819) ο Κάλβος επέκρινε, έμμεσα αλλά δημόσια και με πανομοιότυπο τρόπο, την έκδοση του Αρχιδάμου του Ισοκράτη, που είχε εκπονήσει ο Κοραής το 1807, λέγοντας: «[…] θα διαβάσω τον λόγο λέξη προς λέξη και περίοδο προς περίοδο, ώστε να έχω την ευχέρεια να τον απαλλάξω όχι τόσο από τις γραμματικές δυσκολίες, όσο από τα πολλά σφάλματα με τα οποία τον επιβάρυναν οι εκδότες και έτσι μετέτρεψαν σχεδόν κάθε περίοδο σε αίνιγμα». Μας σώζεται περίληψη της ομιλίας του Κάλβου στην Ape italiana (15-8-1819) με την ως άνω πρωτοπρόσωπη εισαγωγή, η οποία δείχνει αυθεντική, όπως άλλωστε δηλώνει και ο ανώνυμος συντάκτης της περίληψης. Είναι κρίμα που δεν συμπεριελήφθη στον παρόντα τόμο μαζί με το υπόλοιπο κείμενο, έστω σε ένα παράρτημα.

Οι ακατανόητες κρίσεις του Κάλβου για το μεταφραστικό και εκδοτικό έργο τού Κοραή πρέπει να αποδοθούν στην υπεροψία που τον διέκρινε (presunzione κατά τον Pontani) και που ήταν δυσανάλογη προς την ελλιπή φιλολογική του κατάρτιση [Πασχάλης 2013, 263-292, και Νέα Ευθύνη 27 (2015) 11-25]. Η έλλειψη αυτογνωσίας οδήγησε τον Κάλβο να αιτηθεί το 1822-1823 αδείας από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Γενεύης για να εκδώσει ένα από τα παλαιότερα χειρόγραφα της Ιλιάδας (Genevensis 44, με σχόλια και πεζή παράφραση). Πολύ λογικά η Διεύθυνση της Βιβλιοθήκης απέρριψε το αίτημά του, αφού συμβουλεύτηκε τον Κοραή.

Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης