Βρισκόμαστε στη Χάβρη, σημαντικότατο λιμάνι της Νορμανδίας στα μεταναπολεόντεια χρόνια. Ο εμπορικός/αστικός κόσμος θριαμβεύει σταδιακά έναντι της τάξης των ευγενών, περιουσίες δημιουργούνται, το χρηματιστήριο ανθεί, πλοία σαλπάρουν προς και από τις αποικίες για να εμπορευθούν τροπική ξυλεία, λουλάκι, μπαχαρικά και βαμβάκι. Ο απόστρατος συνταγματάρχης Σαρλ Μινιόν, όντας ο κατεξοχήν πετυχημένος έμπορος της πόλης, ζει σε μια θαυμάσια έπαυλη στην καλύτερη συνοικία. Εντούτοις μια μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση τον καταστρέφει και αναγκάζεται να εκπατριστεί, αφήνοντας πίσω τη γερμανικής καταγωγής σύζυγο και τις δύο κόρες του. Ενας παλιός έμπιστος συμπολεμιστής έχει αναλάβει να φροντίζει τις γυναίκες και το σπίτι ώσπου να επιστρέψει και πάλι θριαμβευτής, όταν Θεού θέλοντος οι αγορές πάρουν τ’ απάνω τους.
Ομως η μεγαλύτερη κόρη εγκαταλείπεται στην ψύχρα από τον προικοθήρα εραστή της όταν μαθεύεται η χρεοκοπία του Μινιόν και σύντομα πεθαίνει από τον καημό της. Η μητέρα τυφλώνεται και η άλλη κόρη, η Μοντέστ, βλέπει τους υποψήφιους μνηστήρες να απομακρύνονται. Καθώς ο κόσμος της έχει καταρρεύσει, κλείνεται στον εαυτό της, διαβάζει συστηματικά και ονειρεύεται ένα μέλλον πλούσιο και λαμπερό. Οταν έρχεται σε επαφή με το έργο ενός παριζιάνου ποιητή της μόδας, του Καναλίς, τον εξιδανικεύει και του στέλνει μια θαυμαστική επιστολή. Αυτός ο Καναλίς, προστατευόμενος και εραστής μιας μεγάλης δούκισσας, δέχεται προφανώς πολλές παρόμοιες επιστολές, οπότε αναθέτει στον γραμματέα του, τον Λα Μπριέρ, να απαντήσει. Εκείνος πάλι ενδύεται το προσωπείο του κύρη του και δίνει όλο του τον εαυτό στη μακρά, αποκαλυπτική για τα ήθη της εποχής, κουραστική ωστόσο για τον αναγνώστη, επιστολογραφία που θα ακολουθήσει. Η Μοντέστ φορά το προσωπείο της πλούσιας κληρονόμου, οπότε το ενδιαφέρον του Λα Μπριέρ, και αργότερα του Καναλίς, εξάπτεται έτι περισσότερο. Αίφνης προκύπτει σωρεία από μνηστήρες καθώς προστίθεται στον χορό ένας εκπεσών στα μετεπαναστατικά χρόνια δούκας, συνοδευόμενος από την αδελφή και τη θεία του.
Η μεγάλη κωμωδία
Οταν επιτέλους επιστρέφει θριαμβευτής και πλοιοκτήτης ο Σαρλ Μινιόν, έχοντας ξαναστήσει την περιουσία του κάπου μεταξύ Κίνας και Ινδίας, μαθαίνει τα καθέκαστα και αποφασίζει να σκηνοθετήσει μια μεγάλη κωμωδία – με τη θεατρική έννοια του όρου. Καλεί όλους τους μνηστήρες στη Χάβρη προκειμένου να πέσουν οι μάσκες και η κόρη του – επίσης μασκοφόρος – να αποφασίσει για τον καταλληλότερο. Η Μοντέστ – στο πρόσωπο της οποίας ο Μπαλζάκ επενδύει όλον του τον θαυμασμό για την ερωμένη του, κυρία Χάνσκα – αποκαλύπτεται ως ένα λίαν ελκυστικό εμφανισιακά θηλυκό, που δεν του λείπει διόλου η μόρφωση, έχει άποψη για όλα και καθώς η θέση της ισχυροποιείται γίνεται θρασυτάτη, έως… γλωσσοκοπάνα. Ο Καναλίς κατεδαφίζεται πλήρως, καθώς στο πρόσωπό του ο συγγραφέας της «Ανθρώπινης κωμωδίας» πιθανότατα λύνει κάποιους ενδολογοτεχνικούς ανταγωνισμούς, δείχνοντας έξοχα όλη τη ματαιοδοξία, το πομπώδες και την καιροσκοπία που χαρακτηρίζουν το ποιητικό σινάφι. Διάφοροι πιστοί φίλοι και ερωτευμένοι με την εξιδανικευμένη Μοντέστ παρέχουν τις υπηρεσίες τους, ενώ μακρές βραδιές και περίπατοι ντύνονται με ευφυέστατους πλην εξαντλητικούς διαλόγους όπου όλοι οι πρωταγωνιστές του δράματος μιλούν την ίδια περίπλοκη και πομπώδη γλώσσα. Αυτά μέχρι οι χαρακτήρες να αποκαλυφθούν και η Μοντέστ να λάβει τις αποφάσεις της στη διάρκεια μιας μακράς κυνηγετικής εξόρμησης στον πύργο κάποιου ευγενούς. Τώρα πια νέες μάσκες θα φορεθούν και οι κοινωνικοί ρόλοι θα αλλάξουν σ’ αυτό το αέναο παιχνίδι του ανταγωνισμού, όπου όλα επιτρέπονται προκειμένου να κατακτήσεις την καλή σου και εκείνη τη θέση που της αρμόζει.
Το παιχνίδι είναι εξόχως διακειμενικό καθώς παρελαύνουν ποικίλοι άνθρωποι του πνεύματος σε όλη τη μακρά πορεία προς την αλήθεια, από τον Μολιέρο ώς τον Στίβενσον, τον Γκαίτε (από την Μπετίνα του οποίου εμπνεύστηκε το βιβλίο ο Μπαλζάκ), τον φίλο του Σταντάλ, τον Ουγκώ, τον Σατωβριάνδο και άλλους πολλούς. Αν και εμφανώς δεν πρόκειται για το καλύτερο έργο του Μπαλζάκ, συγκροτεί, όπως και στο σύνολο της «Ανθρώπινης κωμωδίας», μια πειστική τοιχογραφία των ηθών της μετεπαναστατικής Γαλλίας ή, καλύτερα, των χρόνων μετά την Παλινόρθωση. Παρά τη συμπόνια που αποπνέει η αφήγησή του για την κατάσταση των συμπολιτών του και την κατανόηση για τα ήθη της κοινωνίας του, είναι ξεκάθαρο ότι δεν πιστεύει στην κοινωνική μεταρρύθμιση. Τουλάχιστον όχι σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες βελτίωσης της ανθρώπινης φύσης, η οποία, παρά τη μοναδική της ικανότητα να διεκδικεί την αλήθεια, είναι πλασμένη με ευτελή υλικά.
Εξαντλητική γνώση
Ο επίμονος ερευνητής
Ολο το έργο και η ουσία της μυθιστορηματικής σύλληψης του Μπαλζάκ έγκειται στην εξαντλητική έρευνα ακόμη και για τα πληκτικότερα των ανθρωπίνων πεπραγμένων – ιδιότητες, επαγγέλματα, χώρους συνάθροισης κ.λπ. – δίπλα στις ελκυστικότατες περιγραφές της φύσης και του τοπίου της επαρχιακής Γαλλίας. Εκεί έγκειται η πειστικότητα της αφήγησης και η αληθοφάνεια για τα ανθρώπινα πεπραγμένα, τα κίνητρα και τις φιλοδοξίες στα οποία μπορεί στη συνέχεια να πατήσει οποιαδήποτε τεχνοτροπία, ακόμη και το μπουρλέσκ ύφος του βιβλίου. Οπως παντού στο έργο του Μπαλζάκ, ανακαλύπτει κανείς εξαντλητική γνώση ακόμη και για δύσβατους επιστημονικούς κλάδους – τη βιολογία, την ιατρική, τη δασοπονία, την οικονομία, την πολεοδομία. Μάλιστα, ως λάτρης του χρήματος που ήταν, αποδεικνύεται βαθύς γνώστης των εμπορικών δοσοληψιών, με όλες τις συστροφές και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που εμφανίζονται σε μια αφήγηση γερά ριζωμένη στις πολιτικές πραγματικότητες της εποχής: το Διευθυντήριο, η ναπολεόντεια περιπέτεια, η παλινόρθωση, ακόμη και ορισμένες προβολές στο μέλλον, χρησιμεύουν ως υπόστρωμα της πραγμάτευσης των ηθών μιας αναβράζουσας, ραγδαία αστικοποιούμενης κοινωνίας