«Φόνος, φόνος! Εγινε φόνος». Η γυναίκα που είχε βγει στον δρόμο της Βασ. Σοφίας ουρλιάζοντας έξω από το Μέγαρο Μουσικής ήταν βέβαιη ότι έγινε μάρτυρας ενός εγκλήματος και προσπαθούσε να το φωνάξει στους περαστικούς, πεζούς και οδηγούς της λεωφόρου! Δεν πέρασε απαρατήρητη και οι κραυγές της για βοήθεια βρήκαν ανταπόκριση. Πέρασε αρκετή ώρα όμως για να συνέλθει, ευτυχώς χωρίς την επέμβαση της Αστυνομίας. Αυτές οι αποσπασματικές πληροφορίες είναι ένα μέρος μιας αστείας αλλά πολύ σημαντικής ιστορίας που καθρεφτίζει άλλες εποχές. Η κυρία ήταν μέλος του συνεργείου καθαρισμού που πήγε το πρωί στις αποθήκες του νεοσύστατου τότε Μεγάρου Μουσικής για να εργαστεί. Η θέα από τα αίματα πάνω στα σεντόνια νοσοκομειακών κρεβατιών, τα τεμαχισμένα μαξιλάρια και τα σκορπισμένα πούπουλα δεν την έκαναν να σκεφτεί ότι είναι τα απομεινάρια από την τελευταία παράσταση της Μελίνας Μερκούρη – 1992 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών -, ακριβώς δύο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή: στον «Πυλάδη» του Γιώργου Κουρουπού (όπερα δωματίου σε κείμενο Γιώργου Χειμωνά, βασισμένο στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή), σε σκηνοθεσία και σκηνογραφία του Διονύση Φωτόπουλου.

ΥΠΟΓΕΙΟ ΜΕΛΛΟΝ. Αυτή είναι μία από τις ιστορίες που έχει διαφυλάξει στη μνήμη της η Σοφία Κατσουλιέρη, σχεδόν τριάντα χρόνια υπεύθυνη φροντιστηρίου στο Μέγαρο Μουσικής. Τη συναντήσαμε στο «βασίλειό» της στα υπόγεια του Μεγάρου, όπου φυλάσσονται τα σκηνικά αντικείμενα (props) και τα σκηνικά από τις παραστάσεις που έχουν φιλοξενηθεί. Μέσα από αυτά τα αντικείμενα ξετυλίγεται η 30χρονη ιστορία του ΜΜΑ. Και αυτό ήταν το σημείο που ενεργοποίησε την επιθυμία της Σοφίας Κατσουλιέρη να δώσει λίγη ακόμη ζωή στα αντικείμενα που υπηρέτησαν το όραμα του σκηνοθέτη όταν ανέβαινε μια παράσταση. Για τη γυναίκα που ζει και φωτίζει με την ευαισθησία της 3.000. τ.μ. στα υπόγεια του εντυπωσιακού κτιρίου, το στοίχημα ήταν να βαθύνει λίγο τον χρόνο για αυτά τα αντικείμενα: «Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να ξεγελάσω αυτό το θνησιγενές του θεάτρου. Μετά το τέλος των παραστάσεων άρχισαν να έρχονται τα σκηνικά και ό,τι ήταν απαραίτητο για τη δράση και την ιδέα του σκηνοθέτη. Οι χώροι του Μεγάρου είναι τεράστιοι και σκέφτηκα ότι θα ήταν “ύβρις” ν’ αρχίσω να τα στοιβάζω χωρίς να διατηρήσω την ομορφιά. Αυτό δηλαδή που υπηρέτησαν και εξακολουθούν να υπηρετούν. Γιατί αυτό είναι για μένα τέχνη: η ομορφιά».

Ετσι η Κατσουλιέρη άρχισε να δημιουργεί ένα μουσείο στα έγκατα του Μεγάρου. Να υποδέχεται τα props και τα σκηνικά μετά το τέλος των παραστάσεων και να συνεχίζει να τα φροντίζει, να τα καθαρίζει, να τα τακτοποιεί και να τα φωτίζει. Ενα μουσείο δηλαδή φτιαγμένο από τα χέρια της, στο οποίο αξίζει να αποκτήσει πρόσβαση το κοινό. Ο τεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Κώστας Χαραλαμπίδης εξηγεί: «Είναι ένα από τα σχέδια που ευελπιστούμε να δούμε σύντομα να υλοποιείται, όλος αυτός ο πλούτος που έχουμε εδώ στα υπόγεια να είναι στη διάθεση του κοινού. Είναι όμως ένα όραμα που για να υλοποιηθεί χρειάζονται χρήματα. Αν ολοκληρωθεί, θα δημιουργηθεί μια περιήγηση στα υπόγεια του Μεγάρου, όπου κρύβεται ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας του θεάτρου από παραστάσεις που έχουν φιλοξενηθεί στο Μέγαρο Μουσικής».

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΥΣΤΕΡΙΑΣ. Αυτό το όραμα μπορεί να υλοποιηθεί χάρη στην ευαισθησία της Σοφίας Κατσουλιέρη που διέθεσε ώρες πέραν του ωραρίου της για να δημιουργήσει εικόνες υψηλής αισθητικής, κάμποσα μέτρα κάτω από τη γη! Το κάνει, όπως λέει, ανταποδοτικά γιατί «έζησα τόσο μεγάλες στιγμές μέσα από αυτήν τη δουλειά, που το θεωρώ αυτονόητο να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να κρατήσω τη μαγεία που μου έδωσαν». Αλλωστε τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα ή μέρος των σκηνικών τα εντόπισε η ίδια, λέει εξηγώντας ποια είναι η διαδικασία: «Ερχεται ένα χαρτί από τον σκηνογράφο ή τον σκηνοθέτη, το οποίο ζητάει συγκεκριμένα πράγματα. Εγώ το παίρνω και ξεκινάει η αναζήτησή τους. Εχω πια την εμπειρία να βρίσκω τα πάντα» δηλώνει με σιγουριά, γυρίζοντας το βλέμμα στον χώρο με καμάρι και αυτοπεποίθηση. Το δικαιούται όταν βλέπει κανείς τι έχει δημιουργήσει. Αλλά και όταν αρχίζει ν’ αφηγείται τις άπειρες και απίστευτες ιστορίες στην επαφή της με τους σταρ με τους οποίους συνεργάστηκε. «Σκέφτομαι πολλές φορές πώς είναι δυνατόν να επικοινωνώ με ρώσους π.χ. συναδέλφους, που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, παρά μόνο με τη γλώσσα του σώματος. Ανεβαίναμε πάνω στο μηχανάκι μου και γυρίζαμε όλη την Αθήνα για να βρούμε αυτό που θέλαμε. Και όμως, τα καταφέρναμε να συνομιλούμε και να βρίσκουμε αυτό που ήταν απαραίτητο γιατί υπήρχε αγάπη για αυτό που υπηρετούσαμε». Δεν ήταν ωστόσο όλα χαρούμενα και χρωματιστά. Η Σοφία Κατσουλιέρη είναι πάντα στη διάθεση των καλλιτεχνών για να εκπληρώσει το όραμά τους. Αλλά κάποιες φορές αναγκάστηκε να σταθεί απέναντι στην επιθυμία της και τις αρχές της και, όπως λέει, το μετάνιωσε. «Το 2012 μου ήρθε ένα χαρτί που έλεγε ότι θα έπρεπε να βρω 15 βατράχια, 10 παπαγαλάκια και 5 ή 6 χελώνες. Ηταν για την παράσταση του Γιαν Φαμπρ “Η δύναμη της θεατρικής τρέλας”. Πρόκειται για έναν εκκεντρικό καλλιτέχνη που οι δουλειές του είναι ακραίες. Ομως δεν φανταζόμουν αυτό που θα έκανε. Ελιωσε κερί πάνω στα καύκαλα των χελωνών για να κολλήσει σε αυτά κερί αναμμένο και εκείνες να κάνουν βόλτες στη σκηνή. Δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι τα ζώα δεν ταλαιπωρήθηκαν. Εφερα τα βατράχια με μεταφορική από τα Γιάννινα και τις χελώνες τις βρήκα στο σπίτι του Λάμπρου Κωνσταντάρα στο Φάληρο. Εμεναν εκεί κάποιοι γνωστοί μου και μου είπαν ότι υπήρχαν πάρα πολλές χελώνες στον κήπο. Ειλικρινά δεν ξέρω αν έπραξα το σωστό!».

Ο Κώστας Χαραλαμπίδης θυμάται ένα άλλο περιστατικό: «Η Αγνή Μπάλτσα είχε μανία με τα κοστούμια. Οταν έπαιζε “Καβαλερία Ρουστικάνα”, φορούσε πάντα ένα συγκεκριμένο κοστούμι. Κάποια στιγμή με παίρνει από το Τόκιο και μου λέει: “Κώστα, δεν μου αρέσει το κοστούμι που έχουν σε αυτή την παραγωγή. Θέλω να μου στείλετε αυτό που κάνατε”. Προσπαθήσαμε να το στείλουμε ταχυδρομικώς, αλλά δεν τα καταφέραμε. Και αναγκαστήκαμε – με έξοδα της Μπάλτσα – να το στείλουμε με έναν υπάλληλο του Μεγάρου!».