Παράξενο. Οσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τόσο περισσότερο η συζήτηση γυρίζει στο παρελθόν αντί να κοιτάζει στο μέλλον. Ισως επειδή το μέλλον, φορτωμένο με τόσες αβεβαιότητες και τόσους σκοτεινούς οιωνούς, δεν προσφέρεται για, πακεταρισμένη σε εύηχα συνθήματα, προεκλογική αισιοδοξία.
Κι έτσι, ξαφνικά, το 2015 γίνεται το κεντρικό θέμα σε αυτόν τον εκλογικό πρόλογο που ζούμε. Ο Τσίπρας το επικαλέστηκε, ενώπιον ακροατηρίου γερμανών σοσιαλδημοκρατών, ως απόδειξη της αιώνιας λιακάδας του καθαρού του μυαλού. Το επανέφερε ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Χρησιμοποίησε το παταγώδες φιάσκο του Brexit ως ύστατο, ex post, επιχείρημα, εναντίον της δήθεν επαναστατικής λύσης του Grexit, την οποία το καθαρό μυαλό του απέτρεψε. Μα η σημαντικότερη πινελιά σε αυτό το πολιτικό ρετρό ήταν εκείνη που έβαλε ο Γιάννης Δραγασάκης. Ξέραμε – είπε – πριν ακόμη βρεθούμε στην εξουσία πως μια επιστροφή στη δραχμή θα προκαλούσε μια τόσο απότομη και οδυνηρή βύθιση, ένα τέτοιο κοινωνικό χάος, που θα ήταν αδύνατον να ελεγχθεί με δημοκρατικά μέσα. Η φράση του παρεξηγήθηκε (ή προπαγανδιστικά διεστράφη) ώστε να αποδεικνύει ότι τάχα ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 φλερτάριζε με την αντιδημοκρατική εκτροπή. Αλλά ο Δραγασάκης δεν είπε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι εξ αρχής έλεγαν – λοιδορούμενοι ως μνημονιακοί, γερμανοτσολιάδες και τροϊκανοί εσωτερικού – οι δυστυχείς της νουνεχούς μειοψηφίας. Πως η Ελλάδα της κρίσης μπορούσε να διαλέξει ένα από τα δύο Δέλτα. Ή τη δραχμή ή τη δημοκρατία. Η έξοδος από το ευρώ, η επιστροφή στη δραχμή και η βίαιη, απότομη υποτίμηση θα μπορούσε, κυνικά, να είναι μια εναλλακτική λύση για την εξισορρόπηση των δίδυμων ελλειμμάτων από την «εσωτερική υποτίμηση» των Μνημονίων. Αλλά όχι σε συνθήκες δημοκρατίας.
Η εκ των υστέρων (δημόσια) αναγνώριση της αλήθειας αυτής από τον Δραγασάκη είναι ευπρόσδεκτη. Αρκεί να οδηγεί και στο επόμενο, λογικό βήμα. Να αναγνωριστεί ότι εκείνοι που αποδέχθηκαν να ατιμαστούν, επιλέγοντας το Μνημόνιο και τις συνέπειές του αντί της άτακτης χρεοκοπίας και της (αναπόφευκτης) εξόδου από το ευρώ, δεν ήταν «προδότες της πατρίδας». Ηταν υπερασπιστές της δημοκρατίας. Ετσι κι αλλιώς, η επιστροφή στο 2015 ευπρόσδεκτη θα έπρεπε να είναι. Ως μάθημα αυτογνωσίας έστω. Αρκεί το μάθημα να είναι πλήρες. Και, για την ώρα, δεν είναι.
Ο Τσίπρας είναι πρόθυμος να μιλήσει για το 2015. Αλλά μόνον για την τελευταία πράξη του δράματος. Τότε που βρεθήκαμε στο χείλος του γκρεμού και εκείνος, ευτυχώς, έκανε το βήμα πίσω. Τότε που συνειδητοποίησε αυτό που οι άλλοι ήξεραν, του το έλεγαν, αλλά αυτός τους αγνοούσε και τους πετούσε πέτρες: πως ο δήθεν εκβιασμός των Ευρωπαίων, διά της απειλής του Grexit, ήταν όπλο αυτεπίστροφο. Οτι η επίκλησή του έπαιζε στ’ αλήθεια το παιχνίδι του Σόιμπλε. Διπλό παιχνίδι: σενάριο Ιφιγένειας για την ευρωζώνη, σενάριο έξωσης της Μέρκελ από την καγκελαρία – όπως μόλις πληροφορηθήκαμε. Να μιλήσουμε λοιπόν για το 2015. Για το πώς, την ύστατη στιγμή, σωθήκαμε (μας έσωσε) από τη μοιραία πτώση στην άβυσσο. Αλλά και για το πώς βρεθήκαμε ένα βήμα πριν από την άβυσσο. Για το πώς, εκεί που όλα ήταν έτοιμα για μια πανηγυρική έξοδο από τα Μνημόνια, βρεθήκαμε να ξανακυλάμε την πέτρα, σαν τον Σίσυφο, από τη ρίζα του βράχου. Ηταν όλα έτοιμα; Μπορούσαμε να βγούμε από τα Μνημόνια το 2015, κερδίζοντας τρία χρόνια, πολλά δισεκατομμύρια επιπλέον χρέους, πολύ κοινωνικό πόνο, βαρύ οικονομικό κόστος και μια χαμένη ευκαιρία συγχρονισμού με τη φάση της ευφορικής ανόδου της ευρω-οικονομίας, που έχει πια περάσει;
«Αντικειμενικά», που έλεγαν και οι παλιοί μαρξιστές, ναι. Η χώρα είχε διά πυρός και σιδήρου ισορροπήσει τα δίδυμα ελλείμματά της, απείχε μια (εύκολη) αξιολόγηση από την ολοκλήρωση του δεύτερου Μνημονίου της, ο ρυθμός ανάπτυξης είχε γυρίσει θετικός και οι αγορές έδειχναν έτοιμες να τη δεχτούν ξανά. «Υποκειμενικά», όχι. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις του 2014 μια πλειοψηφία δύο τρίτων, αν όχι μεγαλύτερη, πίστευε ότι υπήρχε «άλλος δρόμος». Οτι ήταν εφικτό, εύκολο «να σκίσουμε τα Μνημόνια χωρίς να διακινδυνεύσουμε τη θέση μας στην ευρωζώνη». Οτι δεν έπρεπε, εξ αρχής, να επιλέξουμε πολιτικές λιτότητας και, πάντως, δεν έπρεπε να τις συνεχίσουμε. Με αυτήν την άποψη να κυριαρχεί, το τέλος του Μνημονίου – και στα μάτια των ευρωπαίων εταίρων – δεν ήταν ακόμη εφικτό. Η αυταπάτη έπρεπε, βιαίως, και με ασύμμετρο κόστος, να διαλυθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε και διεκπεραίωσε τον ρόλο τόσο του φορέα όσο και του φονέα της μαζικής αυτής αυταπάτης. Αυτή είναι η όψη του 2015 που ο Τσίπρας αποφεύγει να συζητήσει. Προτιμά να στεφανώνεται με τη δάφνη τού, εν τέλει, σωτήρα. Αλλά είναι αδύνατον να αποφύγει να βρεθεί απέναντί της. Θα ήταν λυτρωτικό να την αντιμετωπίσει, αυτοκριτικά, πριν από την κάλπη. Θα την αντιμετωπίσει οπωσδήποτε στην κάλπη την ίδια.