Στις 4 Δεκεμβρίου, μιλώντας στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον, η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με «μια νέα εποχή οργής και πικρίας».
Απέδωσε την πρόγνωσή της σε μια απλή παρατήρηση. Οτι διευρύνεται συνεχώς «το χάσμα ανάμεσα στις επιθυμίες και την πραγματικότητα».
Καλώς τα παιδιά. Δεν θέλω να στενοχωρήσω την κυρία Λαγκάρντ αλλά στην Ελλάδα την «εποχή οργής και πικρίας» τη ζούμε εδώ και μια δεκαετία. Για την ακρίβεια από τον Δεκέμβριο 2008.
Τι συνέβη τότε; Ενας αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε έναν 16χρονο μαθητή.
Ηταν αναμφισβήτητα ένα τραγικό γεγονός. Αλλά μάλλον τυχαίο και σίγουρα μεμονωμένο. Ο δράστης συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε.
Η ιστορία θα έληγε σε κάποια αίθουσα δικαστηρίου, αν τις επόμενες μέρες η Ελλάδα δεν είχε παραδοθεί σε ένα κύμα εφηβικής διαμαρτυρίας. Αν δεν είχε εγκαταλειφθεί στη δήωση και τις φλόγες.
Ηταν μια έκρηξη που κάποιοι επαγγελματίες του επαναστατικού φανταστικού βάφτισαν «εξέγερση του Δεκέμβρη» – μια έκρηξη χωρίς προφανή λογική και καταφανώς χωρίς σαφή αιτία…
Ενα απροσδόκητο κι ακατανόητο ξέσπασμα «οργής και πικρίας».
Η κοινωνία παρακολουθούσε έκπληκτη κι αμήχανη. Το κράτος κοιτούσε μουδιασμένο. Η συντεταγμένη πολιτεία έδειχνε αδύναμη να επέμβει ή απλώς να αντιδράσει.
Ο Δεκέμβριος του 2008 απεδείχθη τελικά η πρόβα τζενεράλε της καταστροφής. Τότε ήταν που παραιτήθηκε το κράτος. Ενα χρόνο αργότερα χρεοκόπησε η χώρα. Κι αυτά, καλώς ή κακώς, δεν είναι άσχετα μεταξύ τους.
Η «οργή και η πικρία» αποτέλεσαν το πρόσχημα και το όχημα μιας δεκαετούς περιπέτειας.
Πρόσχημα για μια αυτοκτονική και παραληρηματική κατάληψη του δημόσιου χώρου από ακατανόητες λογικές κι ανυπόληπτες φιγούρες.
Και όχημα του εκτροχιασμού που ακολούθησε.
Το ένα έφερε το άλλο. Ακόμη περισσότερο που η κατάληψη του δημόσιου χώρου λειτούργησε παραλυτικά απέναντι στον εκτροχιασμό.
Στις πόλεις και τις πλατείες, στις τηλεοράσεις και το Διαδίκτυο, «η οργή κι η πικρία» υποκατέστησαν τον ορθό, συγκροτημένο και τεκμηριωμένο λόγο (που δεν τον είχε και σε περίσσευμα η δημοκρατία μας…) με ένα επιθετικό παραλήρημα και μια ακατάσχετη παρλαπίπα.
Η έκφραση μπερδεμένων αλλά θορυβωδών συναισθημάτων υποδύθηκε τον δημόσιο διάλογο.
Η συνέχεια εξηγείται. Οταν υπήρχαν άνθρωποι που εντυπωσιάζονταν με τις αρλούμπες του Βαρουφάκη στα τηλεοπτικά πρωινάδικα ήταν απολύτως εύλογο να πάρουν σοβαρά στη συνέχεια τον Τσίπρα και τον Καμμένο για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Η πρωινή εκπομπή ενός ακατάπαυστα θυμωμένου παρουσιαστή είχε κάθε μέρα τίτλο «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα»!
Σε αυτόν τον καταιγισμό «οργής και πικρίας» ελάχιστοι αντέδρασαν.
Οι περισσότεροι υπέκυψαν στη βολική διαχείριση των επιθυμιών και των συναισθημάτων. Σε αναπόδεικτες βεβαιότητες και υστερικά χειροκροτήματα. Δηλαδή, στο πνεύμα της εποχής.
Κάπως έτσι η χώρα που βγήκε τσουρουφλισμένη από την εικονική εξέγερση του 2008 αποδείχτηκε ψυχολογικά ανέτοιμη να αντιμετωπίσει την πραγματική αντιξοότητα που τη βρήκε το 2010. Δηλαδή, τη χρεοκοπία της.
Αντέδρασε πάλι ασύντακτα και θυμικά. Ασυνάρτητα και παραληρηματικά. Μια χώρα αυτοκτόνησε τραγουδώντας «σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ!».
Ο εκτροχιασμός βρήκε τον δρόμο στρωμένο και την πόρτα ανοιχτή.
Ακόμη περισσότερο όταν «η οργή και η πικρία» ντύθηκαν με έναν μανδύα αριστερής ηθικής και αντι-συστημικής καταγγελίας.
Σταδιακά μια περιθωριακή «αριστερή ρητορική» βγήκε από τη ναφθαλίνη και κάτι βλαμμένα μικρομέγαλα παρήλαυναν στις μαθητικές παρελάσεις μουντζώνοντας τους επισήμους. Κανείς δεν τόλμησε να τα πετάξει από το σχολείο με τις κλωτσιές.
Το τζάμπα θράσος κι η ανάγωγη αυθάδεια θεωρήθηκαν περίπου αντίδοτο στην οργή και την πικρία.
Θέλει και πολύ να τινάξει μια χώρα τα πέταλα;
Κυρίως όταν (είναι η δεύτερη παρατήρηση της Λαγκάρντ) βιώνει ένα διαρκές χάσμα ανάμεσα στις επιθυμίες της και την πραγματικότητα.
Το «αντι-Μνημόνιο» δεν ήταν παρά η συλλογική φαντασίωση πως για την αντιμετώπιση της κρίσης υπήρχε κάτι άλλο από το Μνημόνιο. Μια επινοημένη διαφυγή.
Δεν υπήρχε.
Δέκα χρόνια αργότερα, η χώρα έχει αλλάξει και (αν θέλετε τη γνώμη μου) έχει προσγειωθεί. Το κυρίαρχο αίτημα δεν είναι πια «η οργή και η πικρία» αλλά η επιστροφή στην ομαλότητα και την κανονικότητα – όπως κι αν ορίζει κανείς την κανονικότητα…
Αλλά αυτό δεν αρκεί. Διότι η επιστροφή στην κανονικότητα προϋποθέτει δυο σοβαρές μεταβολές.
Πρώτον, τον συγχρονισμό της επιθυμίας με την πραγματικότητα. Αυτό είναι ίσως το ευκολότερο διότι προκύπτει από τη ματαίωση της επαγγελίας μετά το 2015.
Η διακυβέρνηση Τσίπρα έχει διαψεύσει και απαξιώσει σε τέτοιο βαθμό την επιθυμία ώστε η χώρα διαπερνάται πλέον από έναν πρωτόγνωρο ρεαλισμό.
Δεύτερον (και πολύ σημαντικότερο), την ανάκτηση του δημόσιου χώρου. Αυτό προφανώς θα είναι η κορυφαία στρατηγική επιταγή της επόμενης κυβέρνησης.
Αλλά επιστροφή στην κανονικότητα χωρίς εκκαθάριση του δημόσιου χώρου από τα υπολείμματα «της οργής και της πικρίας» που τον στοιχειώνουν δεν μπορεί να συντελεστεί.
Σε κάποιο βαθμό, η εκκαθάριση αυτή θα προκύψει εκ των πραγμάτων.
Ούτως Ή άλλως, η πολιτική αλλαγή θα λειτουργήσει ως απορριμματοφόρο κάθε λογής συμφερόντων και εστιών δημόσιας ασυναρτησίας που η δεκαετής κρίση γέννησε ή νομιμοποίησε.
Χρειάζεται όμως και σοβαρό σχέδιο ώστε η εκκαθάριση να αποδειχτεί αναζωογονητική και προωθητική.
Για να το πω απλά, δεν αρκεί να καθαρίσεις τα Εξάρχεια και τα Πανεπιστήμια, ούτε να κλείσουν πέντε – έξι λαθρόβια έντυπα και σάιτ, ούτε να μαζέψεις τα συριζαίικα trols, ούτε να μπουζουριάσεις τον Πολάκη, για να εξυγιανθεί ο δημόσιος χώρος.
Η κανονικότητα δεν θα γίνει ποτέ κανονική (αν μου επιτραπεί η έκφραση…) όσο δεν διαμορφώνεται ένα καινούργιο δημόσιο σύστημα απαλλαγμένο από κάθε κατάλοιπο «οργής και πικρίας».
Αυτό είναι το επίδικο των επόμενων μηνών.
Για να κλείσει η καταστροφική δεκαετία που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2008. Και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στο εθνικό αφήγημα.