Πολύς λόγος έγινε το τελευταίο διάστημα σχετικά με τη διαδοχή της Ανγκελα Μέρκελ στην ηγεσία της γερμανικής CDU, με την Ανεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ να κόβει τελικά το νήμα. Η συζήτηση, όπως ήταν φυσικό, κλιμακώθηκε έντονα και περιστράφηκε κυρίως γύρω από το οξύ παρασκήνιο του συνεδρίου του κόμματος, ιδίως σε σχέση με την αναμέτρηση των δύο ανοικτών, πλέον, «στρατοπέδων»: το ένα γύρω από την ίδια τη Μέρκελ και το άλλο γύρω από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ετσι, η πραγματική πολιτική επίδραση αυτής της εκλογής έμεινε σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι ότι οι υποψήφιοι δεν είχαν διαφορές μεταξύ τους. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι ότι παρά τις όποιες διαφορές η κατεύθυνση της επόμενης ημέρας είναι μονόδρομος: το πρώτο κυβερνητικό κόμμα της Γερμανίας θα πάει έτσι κι αλλιώς πιο δεξιά. Ο,τι κι αν ακούστηκε μέχρι χθες, από αύριο η επιλογή δεν είναι ανάμεσα σε πιο «ήπια» ή πιο «σκληρή» δεξιά στροφή. Είναι ανάμεσα στη δεύτερη και στην τελική πολιτική καταβαράθρωση.
Ο λόγος για τον οποίο η Μέρκελ αναγκάστηκε να αφήσει εκτάκτως και ατάκτως την κομματική εξουσία και να προαναγγείλει την απόφασή της να μη διεκδικήσει εκ νέου την καγκελαρία ή άλλα αξιώματα στο μέλλον, έπειτα από περίπου δύο δεκαετίες στην ηγεσία, δεν ήταν ότι την κατέλαβε υπαρξιακή κρίση αυτοθυσίας μπροστά στην ανάγκη ανανέωσης. Ηταν ότι αν δεν το έπραττε κινδύνευε στις επόμενες τοπικές και ομοσπονδιακές εκλογές να χρεωθεί όχι μόνο τον θάνατο της Χριστιανοδημοκρατίας, αλλά και τον κίνδυνο για εκ νέου κατακόρυφη άνοδο της Ακρας Δεξιάς. Ηθελε πάση θυσία να αποφύγει και το ένα και, κυρίως, το άλλο. Παρά λοιπόν την ιδιότυπη αποχώρησή της σε δόσεις και ανεξάρτητα από τη σύγκρουση της διαδοχής της, η επόμενη ημέρα δεν αλλάζει τα δεδομένα που την προκάλεσαν: το κόμμα της είναι υποχρεωμένο να στραφεί (πολύ) πιο δεξιά αν δεν θέλει να δει, νομοτελειακά, το κενό να ανοίγεται μπροστά του και τους ψηφοφόρους να το εγκαταλείπουν ακόμα πιο μαζικά για την AfD.
Ετσι, στο εξής, το μεγάλο ζήτημα για τους γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες είναι το πώς θα ανακόψουν αυτή την πορεία και πώς θα καταφέρουν να πάρουν πίσω κάποιους από τους χαμένους ψηφοφόρους τους. Για να το κάνουν, πρέπει να υιοθετήσουν και την ατζέντα που τους οδήγησε στην Ακροδεξιά, αλλά με τρόπο που θα διατηρεί τα προσχήματα. Δεν είναι απλό. Αν όμως δεν το κάνουν, οι ήττες θα διαδέχονται η μία την άλλη. Η σκληρή δεξιά στροφή είναι τελικά ο μεγάλος νικητής όχι μόνο στο κόμμα, αλλά στη χώρα, με ό,τι σημαίνει αυτό και εντός και εκτός αυτής. Και πάλι όμως είναι εξαιρετικά αβέβαιο το αν θα πετύχουν τον στόχο τους, καθώς πολύ δύσκολα θα πείσουν το εκλογικό σώμα.
Η γερμανική Χριστιανοδημοκρατία ακολουθεί, θέλει – δεν θέλει, τη μοίρα τής γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας: έχει μπροστά της τη συρρίκνωση. Οι δύο ιστορικές μεταπολεμικές παρατάξεις δεν ανταποκρίνονται πια στην απαίτηση που γέννησε η ίδια η πολιτική τους: στη φιλοδοξία για μια Γερμανία σκληρή εντός και εκτός, κυρίαρχη και ηγεμονική στην Ευρώπη, που θα καθορίζει μονομερώς τις εξελίξεις. Ομως αυτό, από την ώρα που ξεκίνησε, θα το κάνουν άλλοι.