Η πρόσφατη τραγωδία της Ρόδου συγκλόνισε το πανελλήνιο – πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά; Μία κοπέλα δολοφονείται εν ψυχρώ επειδή δεν υποτάχθηκε σεξουαλικά. Δυo συνομήλικοί της αποκαλύπτονται ως τέρατα, πωρωμένα, στυγνά, στεγνά από κάθε ψήγμα ανθρωπιάς, ενσαρκώσεις του απόλυτου κακού. Και η κοινή γνώμη, ο καθένας από εμάς, να μην ξέρει τι να πρωτοαισθανθεί. Να θρηνήσει το θύμα; Να καταραστεί τους θύτες; Να συμπαρασταθεί – από απόσταση, νοερά έστω – στο πένθος των γονιών; Να τον πιάσει τρόμος για τα παιδιά, για τις γυναίκες, για όποιο αγαπημένο πρόσωπό του είναι – φύσει ή θέσει – ευάλωτο, κινδυνεύει να βρεθεί στη στροφή του δρόμου αντιμέτωπο με την άφατη φρίκη;
Κατά την εθνική μας συνήθεια, πέρα από όλα τα παραπάνω, προχωρήσαμε ευθύς και σε ενδελεχείς αναλύσεις. Αναζητήσαμε – με βάση την πείρα, τις ιδέες και τις εμμονές μας – τα αίτια της συμφοράς. Οι λέξεις μας κάλυψαν πάλι ολόκληρο το φάσμα ανάμεσα στην οξυδέρκεια και στην ανοησία. Κάποιοι επεσήμαναν – ορθά κατά την άποψή μου – πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να καταστούν θανάσιμες παγίδες. «Συναντάς», «γνωρίζεις», «συναναστρέφεσαι» μέσα στο Διαδίκτυο ανθρώπους που συχνά φοράνε μάσκες. Ωραιοποιούν την εικόνα τους, καλύπτουν πονηρά οτιδήποτε θα μπορούσε να σε απωθήσει. Οταν φτάνει η ώρα τής διά ζώσης συνάντησης, έχεις ήδη φλερτάρει, ίσως και τσιμπηθεί ακόμα με το κατασκευασμένο είδωλο. Και αν η πραγματικότητα σε απογοητεύσει, πιθανόν να μην έχεις τα αντανακλαστικά να το βάλεις εγκαίρως στα πόδια… Κάποιοι άλλοι ενοχοποίησαν την πατριαρχία. Εξέλαβαν το φονικό στη Ρόδο σαν την ακραία εκδήλωση μιας κοινής αντρικής συμπεριφοράς. Βρήκαν την αφορμή για να αναθεματίσουν συλλήβδην τα αρσενικά. Παρουσιάστηκε – για να ριφθεί στο πυρ το εξώτερον – ο μέσος ετεροφυλόφιλος άντρας σαν ένας άξεστος λιγούρης, που απλώνει τα «κουλά» του όπου βρει, που δεν αποδέχεται την άρνηση της γυναίκας, που δεν διστάζει να βιάσει ή να εκβιάσει προκειμένου να εκτονώσει τις ορμές του. Ξεσπάθωσε η πολιτική ορθότης και η πιο ακραία έκφανση του «me too». Επεσε ο πέλεκυς επί δικαίων και αδίκων.
Εν γνώσει των συνεπειών τού να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα, ορθώνω ανάστημα. Υπερασπίζομαι το φύλο μου.
Ελάχιστοι άντρες – βαριές ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις – είναι εν δυνάμει βιαστές. Οχι επειδή όλοι οι υπόλοιποι διαπνέονται αναγκαστικά από πραότητα, ομνύουν στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις κατακτήσεις του φεμινισμού. Μα απλούστατα διότι εκείνο που ονειρεύεται, λαχταράει ο καθένας μας – ασχέτως φύλου – είναι να γοητεύσει και να γοητευθεί. Να ερωτευθεί και να τον ερωτευθούν. Στον έναν ο οποίος εκδηλώνει βαναυσότητα, στον έναν που μεταχειρίζεται αθέμιτα, έκνομα μέσα προκειμένου να επιβάλει την επιθυμία του, αντιστοιχούν μυριάδες που ξεροσταλιάζουν στο κατώφλι της δέσποινας των λογισμών τους. Που αντιμετωπίζουν το κορίτσι σαν πρόγευση Παράδεισου. Σαν ρόδο του Ισπαχάν που θα ανοίξει τα πέταλά του μονάχα εφόσον το ίδιο θελήσει. Ευθύς μόλις συνειδητοποιήσει τον εαυτό του και μέχρι να του βγει η ψυχή, ο άντρας άλλο δεν πασχίζει παρά να αποδειχτεί άξιος του ερωτικού του ινδάλματος. Για μια Μαρία βαράει τρίποντα στην αυλή του σχολείου. Για μια Ελένη γρατζουνάει την κιθάρα στην πενταήμερη. Για μια Κατερίνα γράφει ποιήματα στη σκοπιά… Τα επιτεύγματα, οι κατακτήσεις του, θα έχαναν το νόημά τους εάν δεν απευθύνονταν στη γυναίκα, η οποία πιθανόν να αλλάζει πρόσωπα μα παραμένει εσαεί η έμπνευση. Το βαθύ κίνητρό του.
Δεν αρνούμαι ότι η κοινωνία μας είναι φαλλοκρατικά δομημένη, πως δίνει περισσότερα προνόμια και ευκαιρίες στα αρσενικά. Ούτε απαξιώνω κατ’ ελάχιστον τις κατακτήσεις και τα φλέγοντα αιτήματα του γυναικείου κινήματος. Λέω απλώς πως αν κοιτάξεις πίσω από τους θεσμούς και τις πολιτικές κατασκευές, θα διακρίνεις την αρχέγονη θεά, Εύα ταυτόχρονα και Λίλιθ. Από εκείνην προέρχεσαι. Σε εκείνην κάνεις κάθε μέρα δώρο το είναι και το έχειν σου. Και αγωνιάς να σε δεχθεί στους κόλπους της.
Υπάρχουν ασφαλώς παντού και πάντα Ηρόστρατοι, δυστυχισμένα, μισερά πλάσματα που πυρπολούν ναούς – ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ναός που βαδίζει. Που μην μπορώντας να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, αναζητούν την ηδονή τους στην υποταγή, στη συντριβή του άλλου. Μα είναι λιγοστοί. Οι περισσότεροι εκκλησιαζόμαστε στον έρωτα με τη συγκίνηση και με το πάθος που του αρμόζει.
«Για τις γυναίκες ζούμε όλοι βρε παιδιά…» τραγούδησε κάποτε ο μέγας Νίκος Γούναρης. Κι εξέφρασε σύσσωμο τον ανδρικό πληθυσμό