Τα στοιχεία που καθημερινά έρχονται από διεθνείς και εγχώριες πηγές είναι άκρως ανησυχητικά. Δείχνουν ότι η βασική πηγή άντλησης ρευστότητας και δημιουργίας «θηριωδών» πρωτογενών πλεονασμάτων έχει πλέον στερέψει. Ενας στους δύο Ελληνες χρωστάει στην Εφορία. Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, οι οφειλέτες μέσα σε έναν μόνο μήνα, τον Σεπτέμβριο, αυξήθηκαν κατά 510.428 άτομα. Τα φρέσκα ληξιπρόθεσμα χρέη εκτινάχθηκαν στο 9μηνο στα 7,84 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών (παλαιών και νέων) να σπάει ένα ακόμη ρεκόρ και να διαμορφωθεί στα 103,09 δισ. ευρώ ή στο 57,2% του ΑΕΠ. Παράλληλα, η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ έδειξε ότι η Ελλάδα αύξησε όσα καμία άλλη χώρα του κόσμου τις φορολογικές επιβαρύνσεις τα τελευταία χρόνια. Εφόσον στερεύει, λοιπόν, αυτή η πηγή, πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει η κυβέρνηση αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα; Η μόνη συνετή λύση είναι ο δανεισμός από τις αγορές, που όμως αυτή τη στιγμή είναι κλειστές απέναντί μας, όχι μόνο λόγω Ιταλίας, αλλά κυρίως λόγω της ανησυχίας που διαχέεται από τις επιδοματικές και παροχολογικές πολιτικές της κυβέρνησης, λίγο πριν από τις εκλογές. Εάν εξαιτίας αυτής της αδυναμίας και των πολιτικών επιλογών η κυβέρνηση αρχίσει να χρησιμοποιεί το μαξιλάρι ασφαλείας για να τροφοδοτεί τα υπερπλεονάσματα, θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση από τις αγορές (με ακόμη υψηλότερα επιτόκια στο 10ετές ομόλογο) θεωρώντας ότι η χώρα μας βρίσκεται σε αδύναμη θέση. Δεν πρέπει να φτάσουμε εκεί. Τα περιθώρια έχουν στενέψει επικίνδυνα. Είναι αναγκαίο μέχρι την προσεχή άνοιξη να διαμορφώσει η κυβέρνηση τις συνθήκες ώστε να καταστεί εφικτή η έξοδος στις αγορές. Μετά θα είναι πλέον αργά.

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων