Εξαιρώντας τους απογόνους των θυμάτων, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τον Μανώλη Γλέζο και όλους αυτούς που κρατούν «ζωντανή» τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων όλα αυτά τα χρόνια, η ενασχόληση του πολιτικού συστήματος θυμίζει αντανακλαστικά του Παβλόφ.

Από το 2011 και μέχρι και το τέλος της ηρωικής διαπραγμάτευσης του 2015, οι γερμανικές αποζημιώσεις εντάχθηκαν στο ενιαίο αφήγημα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μαζί με τα σκισμένα Μνημόνια, τα νταούλια και τον καρσιλαμά των αγορών, τη δημιουργική ασάφεια, τα δάνεια από τους BRICS και το ξανθό γένος, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τη διαγραφή του χρέους της Ελλάδας «όπως έγινε για τη Γερμανία το 1953». Κοινώς, το θέμα εντάχθηκε στη σφαίρα των συμβολισμών στην οποία δίνουν τις εικονικές μάχες τους τα δυο κόμματα. Προεκλογικά μάλιστα ακούστηκε ακόμη κι η ιδέα να εγγράφονται οι απαιτήσεις της Ελλάδας στον προϋπολογισμό του κράτους.

ΤΟ «ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟ» ΧΡΕΟΣ. Το αγωνιστικό έτος 2015 μ.Χ. η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση μεταχειρίστηκε το θέμα των αποζημιώσεων εντός του πλαισίου της διαπραγμάτευσης, ως επιχείρημα, που διατυπωνόταν ρητώς ή υπαινικτικά, του ηθικού και πραγματικού χρέους στη χώρα μας.

Στο πλαίσιο αυτό, η τέως πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, μαζί με την επιτροπή για το «επονείδιστο» χρέος, επανασύστησε την επιτροπή για τις αποζημιώσεις. Στις διαδικασίες αυτές στη Βουλή ακούστηκαν απόψεις όπως αυτή του τότε κυβερνητικού βουλευτή Γιάννη Σταθά ότι «τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξαν πρέπει να τιμωρούνται εις το διηνεκές», ότι, δηλαδή, υπάρχει συνέχεια από το Γ’ Ράιχ στη σημερινή Γερμανία.

Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗ. Στις 11 Μαρτίου του ’15, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος, δηλώνει έτοιμος να βάλει την υπογραφή που θα εκτελούσε δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου από το 2000 που προβλέπει ακόμη και κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου. Ενώ από τότε έχουν μεσολαβήσει και άλλες νομολογίες, όπως η απόφαση 2013/2013 του Αρείου Πάγου, ο κ. Παρασκευόπουλος δεν αναφέρθηκε στις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση και έψεξε τους προκατόχους του που δεν υπέγραψαν για κατασχέσεις, παρότι κι ο ίδιος παραδέχτηκε ότι «υπάρχουν νομικές περιπλοκές» κι ότι θα περιμένει να λυθούν τα ζητήματα αυτά (μόνα τους;) και «να υπάρξει πιθανώς μία διαπραγμάτευση με τη Γερμανία». Από τις δηλώσεις του κ. Παρασκευόπουλου προέκυψε η φήμη πως η ελληνική κυβέρνηση σκέφτεται να προχωρήσει στην κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε. Μερικές μέρες μετά, στις 26 Μαρτίου, ο υπουργός είχε συνάντηση με αντιπροσωπεία του Δήμου Διστόμου-Αράχοβας-Αντίκυρας και με τη δικηγόρο Χριστίνα Σταμούλη, κόρη του εκλιπόντος Γιάννη Σταμούλη, συνηγόρου των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου. Ο υπουργός διευκρίνισε πως δεν θα γίνει κατάσχεση στο κτίριο του Γκαίτε, άφησε ανοιχτή όμως την αναγκαστική εκτέλεση άλλης περιουσίας και παρέπεμψε το θέμα στην κυβέρνηση κεντρικά. Εξερχόμενη της συνάντησης η κυρία Σταμούλη δήλωσε ότι «ο καθηγητής Παρασκευόπουλος είναι ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης, από το 2000 που εκδόθηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου, ο οποίος δεσμεύθηκε στη Βουλή και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του αυτή και σήμερα, ότι δηλαδή προτίθεται να υπογράψει».

ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΛΕΝΔΕΣ. Ενώ πάντως στο εξωτερικό οι τόνοι είχαν αρχίσει να πέφτουν από το πρώτο ταξίδι του Πρωθυπουργού στο Βερολίνο την άνοιξη εκείνη, στο εσωτερικό οι ρητορικοί λεονταρισμοί καλά κρατούσαν. Ξεχωριστό ρόλο σε αυτό είχε βέβαια και ο Πάνος Καμμένος, που φέρεται ως εμπνευστής της ιδέας για διανομή συγγραμμάτων με θέμα τις γερμανικές αποζημιώσεις στα σχολεία και στο στράτευμα.

Με το πέρασμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη μνημονιακή τους περίοδο και την αποχώρηση πρωτοπόρων της διεκδίκησης όπως η κυρία Κωνσταντοπούλου, το θέμα αυτό μπήκε, μαζί με άλλους χρήσιμους συμβολισμούς, στο πουγκί από το οποίο τους ανασύρουν κάθε φορά που θέλουν να υπενθυμίζουν κάτι από τον παλιό τους εαυτό. Ο Αλέξης Τσίπρας το επαναφέρει σε κάθε του επίσκεψη σε τόπο μαρτυρίου (βλ. ομιλίες του στα Ανώγεια, την Κάνδανο, το Κομμένο Αρτας, τα Καλάβρυτα κ.α.).

Εν τω μεταξύ, το 2016, επιτροπή της Βουλής εξέδωσε πόρισμα που υπολόγιζε τις διεκδικήσεις περίπου στα 300 δισ. ευρώ. Η Νέα Δημοκρατία και το ΚΚΕ δήλωσαν «παρών» καταλογίζοντας στην πλειοψηφία έλλειψη πολιτικής βούλησης. Την αντίδρασή τους μάλιστα προκάλεσε ειδικά η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Εύη Καρακώστα, που δήλωσε, εντός της επιτροπής, ότι «εμείς δεν διεκδικούμε χρήματα, αλλά την ηθική αναγνώριση ενάντια στον φασισμό και τη Γερμανία». Ο Νίκος Βούτσης είχε δηλώσει πως το πόρισμα θα πάει στην Ολομέλεια της Βουλής ώς το τέλος του 2018. Στις 3 Δεκεμβρίου ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως θα συζητηθεί το 2019. Οι κακοπροαίρετοι ή απαισιόδοξοι πάντως βλέπουν απλώς συνέχιση της πολιτικής της εγγραφής του ζητήματος στις ελληνικές καλένδες.