«Ο αγώνας της γενιάς τους»: έτσι περιγράφουν τις ημέρες των μεγάλων διαδηλώσεων οι νέοι που πριν από δέκα χρόνια βγήκαν στους δρόμους για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Τα «νέα Δεκεμβριανά», «οι νύχτες της μεγάλης εξέγερσης». Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν τότε δεν κρύβουν την αλήθεια. Δεν ήταν μόνο η βιαιότητα της πράξης – ήταν κι αυτή της αντίδρασης. Για κάθε μαθητή που διαδήλωνε ειρηνικά, καιγόταν ένας κάδος σκουπιδιών. Εσπαγε ένα αυτοκίνητο. Λεηλατούνταν ένα μαγαζί. «Τα επεισόδια αμαυρώνουν τη μνήμη του» λέει σήμερα η μητέρα του θύματος. «Δεν θα ήθελε να συνδεθεί το όνομά του με βιαιοπραγίες και καταστροφές». Και πράγματι, η δικαιολογημένη οργή για ένα έγκλημα που ακόμα και σήμερα δεν έχει τιμωρηθεί, δεν έχει σχέση με όσα τη συνόδευσαν. Ούτε με τον τρόπο που δικαιολογήθηκε το κάψιμο της Αθήνας από «τα παιδιά».

«Το κράτος σκοτώνει»

Ο λόγος της εξέγερσης έπαψε πολύ γρήγορα να έχει σημασία. Η πραγματική είδηση ήταν η αγριότητα της εκδίκησης. Η εικόνα του φλεγόμενου χριστουγεννιάτικου δέντρου έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη, σημείο αναφοράς εκείνων των ημερών. Το επίσημο κράτος, μέσω του Κάρολου Παπούλια, καλούσε σε ειρηνικές διαδηλώσεις. Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, διά στόματος των υπουργών της, ανέλαβε, έστω για τους τύπους, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Ο Γιώργος Παπανδρέου, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τόνιζε πως «τη λύση θα τη δώσει ο λαός». Το ΚΚΕ ζητούσε από τον ΣΥΡΙΖΑ να σταματήσει να «χαϊδεύει τ’ αφτιά των κουκουλοφόρων» και ο ΣΥΡΙΖΑ απαντούσε επιθετικά, κάνοντας λόγο για «ανθενωτική στάση στο μαζικό κίνημα». Λογικές αντιδράσεις σε μια μη λογική κατάσταση.

Οι κοινωνιολογικές αναλύσεις ήρθαν πρώτα από το εξωτερικό. «Οι πελατειακές σχέσεις, ο νεποτισμός και η διαφθορά συνεχίζουν να συνθέτουν την καθημερινότητα των Ελλήνων, παρά τις δεσμεύσεις για “σεμνότητα” και “ανθρωπιά” από τη συντηρητική κυβέρνηση που είχε υποσχεθεί να επουλώσει τις πληγές» έγραφε τότε η «Liberation». «Ο θάνατος του 15χρονου αγοριού το βράδυ του Σαββάτου πυροδότησε την εξαγρίωση του κόσμου για τα αντιλαϊκά μέτρα και τα σκάνδαλα, την ώρα που η χρηματοπιστωτική κρίση βρίσκεται στο κατώφλι της Ελλάδας» παρατηρούσε το Reuters. Τον λόγο είχε πλέον το παράλογο. Το σύνθημα ήταν ένα: «Το κράτος σκοτώνει». Με όλους τους τρόπους. Και εκείνοι που το αγκάλιασαν, που έδειξαν επιείκεια «στα παιδιά» που φορούσαν μαύρες κουκούλες, μπορούσαν πλέον να διευρύνουν το πεδίο επιρροής τους.

Η κριτική που ασκείται στο τότε πολιτικό σύστημα λέει πως, ακόμα κι όταν έσβησαν οι φωτιές, επέτρεψε να συνεχιστεί το κανάκεμα. Ανά περιπτώσεις, το υιοθέτησε. Με αυτόν τον τρόπο, ο Δεκέμβριος του 2008 συστηματοποίησε τη βία και δημιούργησε, για πρώτη φορά, την κατηγορία τού «δικαίως αγανακτισμένου». Λίγους μήνες μετά, στα θρανία των Πανελλαδικών, οι μαθητές της Γ’ Λυκείου θα διαπίστωναν πως στο μάθημα της Εκθεσης θα έπρεπε να αιτιολογήσουν γιατί κάποιοι επιλέγουν να κάψουν τα βιβλία τους με το πέρας της σχολικής χρονιάς. Στην πρώτη επέτειο από τη δολοφονία, η νέα κυβέρνηση θα επέτρεπε επεισόδια της ίδιας έντασης να συνεχιστούν ανενόχλητα. Και λίγα χρόνια αργότερα, οι νέοι μαθητές θα μούντζωναν πολιτικούς στις παρελάσεις. «Tα παιδιά» του Δεκεμβρίου θα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των μεγάλων διαδηλώσεων του 2011. Μαθημένα πια στα δακρυγόνα.

Και κάπως έτσι, η νεολαία που μεγάλωσε πιστεύοντας πως κανείς δεν ενδιαφέρεται για όσα έχει να πει, αποφάσισε να κάνει το σύστημα να την ακούσει με το άγριο. «Ο αγώνας της γενιάς τους» μετατράπηκε σε ένα βίαιο σόου, κομμένο και ραμμένο για τα άκρα που το σκηνοθέτησαν και για εκείνους που κατηγορούνται ότι το οικειοποιήθηκαν. «Η Ελλάδα, μετά την 6η Δεκεμβρίου, βίωσε μια πολιτικοποίηση κατά της πολιτικής, πέρα από κομματικά σύνορα και γενιές» έγραφε πριν από λίγες μέρες το ένθετο περιοδικό της «Süddeutsche Zeitung». «Και η πολιτικοποίηση δεν κράτησε μόνο ημέρες ή εβδομάδες, αλλά κρατά μέχρι σήμερα».

Δεν έχουν μνήμη

Παρότι οι διαδηλώσεις των μαθητών για το όνομα της Μακεδονίας δεν έγιναν με αφορμή μια δολοφονία ούτε λαμπάδιασαν την πόλη, ήταν εξίσου – αν όχι περισσότερο – τρομακτικές. Αυτήν τη φορά, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις ήταν πιο εύκολες. Αρχιζαν και τελείωναν στη λέξη «εθνικισμός». Ολα ξεκίνησαν από τα μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που καλούσαν σε κατάληψη ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών: «Την επόμενη Πέμπτη 29/11 κάλεσμα για πανελλαδική κατάληψη σε όλα τα σχολεία της χώρας με θέμα εθνικά θέματα, Μακεδονικό, Κατσίφας και Β. Ηπειρος» προέτρεπε κάποιος άγνωστος στο Instagram. Η ακροδεξιά οσμή αυξήθηκε στο άκουσμα των συνθημάτων. «Αλήτες, προδότες, πολιτικοί», «Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία». Οσο το Σκοπιανό γινόταν πεδίο μικροκομματικής αντιπαράθεσης, ένα μέρος των μαθητών αργά αλλά σταθερά μετατρεπόταν σε αγανακτισμένους λοκατζήδες.

Η κυβέρνηση, όπως ήταν φυσικό, έσπευσε να διαχωρίσει τις εθνικιστικές καταλήψεις από τις υπόλοιπες. Από εκείνες που κάποτε η ίδια υποκινούσε. Σύσσωμη η αντιπολίτευση τις καταδίκασε κι αυτή – όχι για τους ίδιους λόγους και όχι στον ίδιο χρόνο. Η Ακροδεξιά έμεινε μόνη, από το βήμα της Βουλής να υπερασπίζεται τις ακραίες φωνές. Διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, τις παρομοίασε με την Εθνική Αντίσταση. Ακόμα κι αυτή η εικόνα είναι ενδεικτική τού τι πραγματικά έχει συμβεί. Για άλλη μία φορά οι μαθητές αποδείχθηκαν επιρρεπείς σε επικίνδυνες προσεγγίσεις – ίσως γιατί δεν έμαθαν ποτέ τι πρέπει να αποφεύγουν.

Αναλυτές που δεν ενστερνίζονται τη θεωρία των δύο άκρων διακρίνουν ομοιότητες στον τρόπο που οι περιθωριακές πολιτικές ομάδες προσελκύουν διαχρονικά τους διαμαρτυρόμενους νέους. Επενδύουν, εξηγούν, στο ότι σπάνια τα παιδιά πιστεύουν πως έχουν φωνή και ακόμα πιο σπάνια πως αυτή η φωνή είναι αρκετά δυνατή. Παρόμοια τακτική ασπάζονται συχνά και τα πολιτικά κόμματα, σε μια προσπάθεια να αυξήσουν το πολιτικό τους ακροατήριο. Οι μαθητές που χαρακτηρίστηκαν φασίστες χρησιμοποιούνται όπως κι αυτοί που χαρακτηρίστηκαν αναρχικοί. Το 2008 βασικό συστατικό ήταν η οργή. Το 2018 είναι η άγνοια.

Ο καθρέφτης των µεγάλων

Το μεγάλο ερώτημα, τονίζουν σε συνομιλητές τους πολιτικά στελέχη, είναι άλλο: αν ο Δεκέμβριος του Αλέξη ήταν το πρώτο δείγμα μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί το ίδιο να ισχύει για τον Δεκέμβριο της Μακεδονίας; Η άνοδος των εθνικιστικών ρευμάτων έχει ήδη προκαλέσει προβληματισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι εκτιμήσεις θέλουν περίπου το 1/3 των Ελλήνων που ασπάζονται υπερεθνικιστικές θέσεις να μη φοβάται πλέον να τις διατυπώσει φωναχτά. Κι αν «τα παιδιά» λειτουργούν και πάλι ως καθρέφτης των μεγάλων;