Αυτό που για πολλούς θεωρούνταν αδιανόητο συνέβη το βράδυ της Πέμπτης (29 Νοεμβρίου) με το τελευταίο σφύριγμα του εσθονού διαιτητή Τόχβερ στο Στάμφορντ Μπριτζ. Ο φτωχός συγγενής του ποδοσφαίρου μας, η Κύπρος, προσπέρασε την Ελλάδα στην ειδική βαθμολογία της UEFA για τη σεζόν 2019-2020.

Τα συνεχιζόμενα απογοητευτικά αποτελέσματα των εκπροσώπων μας στα Κύπελλα Ευρώπης σε συνδυασμό με την κατακόρυφη άνοδο των κυπριακών ομάδων έφεραν το ιστορικό αποτέλεσμα.

Με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα κι αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, την επόμενη σεζόν η Κύπρος θα εκκινήσει από τη 15η θέση της ειδικής βαθμολογίας έχοντας 21.125 βαθμούς, με την Ελλάδα να την ακολουθεί με 20.800 βαθμούς.

Οι θέσεις των δύο χωρών στο ranking δεν είναι συγκυριακές καθώς αυτό συγκροτείται με βάση τα αποτελέσματα σε βάθος πενταετίας.

Στην έναρξη κάθε σεζόν αφαιρούνται οι βαθμοί που είχαν συγκεντρωθεί πριν από τέσσερις σεζόν και προστίθενται οι βαθμοί που συγκεντρώνονται στην τρέχουσα χρονιά.

Φέτος η Ελλάδα βρίσκεται στη 14η θέση, με τη βαθμολογική διαφορά της από τη 13η Δανία και τη 15η Ελβετία να είναι τόσο μικρή ώστε να μπορεί να αλλάξει θέση ανά πάσα στιγμή.

Του χρόνου η κατάσταση χειροτερεύει καθώς θα αφαιρεθούν από την Ελλάδα 6.200 βαθμοί που είχε κατακτήσει τη σεζόν 2014-2015, και ήταν η πιο παραγωγική της τελευταίας πενταετίας, ενώ από την Κύπρο θα αφαιρεθούν μόλις 3.300 βαθμοί που αντιστοιχούν στο ίδιο διάστημα.

Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι η Κύπρος, αλλά η σύγκριση μαζί της αποτελεί σημείο αναφοράς της πτώσης που καταγράφει το ελληνικό ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια.

Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει πως η απόδοση των ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη συνδέεται άμεσα με την προοπτική της εθνικής ομάδας. Η κατάκτηση του Euro 2004 μπορεί να φαντάζει ακόμα και τώρα ως τεράστια έκπληξη, ωστόσο τα στοιχεία σε συλλογικό επίπεδο αποκαλύπτουν μια διαφορετική εικόνα.

Η χρυσή περίοδος

Τη σεζόν 2001-2002, δηλαδή δύο χρόνια πριν από το Euro της Πορτογαλίας, οι ελληνικές ομάδες συγκέντρωσαν 11.250 πόντους που αποτέλεσαν την πέμπτη καλύτερη συγκομιδή εκείνης της σεζόν. Μόνο οι Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία και Αγγλία βρέθηκαν πάνω από την Ελλάδα, χωρίς μάλιστα μεγάλη βαθμολογική διαφορά.

Εκείνη η χρονιά ήταν η ωρίμαση των προηγούμενων πολύ καλών παρουσιών των εκπροσώπων μας, γεγονός που είχε αντίκτυπο στη θέση της Ελλάδας στο ranking. Η έκτη θέση που είχε κατακτήσει εκείνη τη σεζόν, πίσω από το top 5 των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, ήταν η κορυφαία στην ιστορία της.

Το εντυπωσιακό είναι πως και την επόμενη σεζόν διατηρήθηκε στην έκτη θέση, με τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ να εκπροσωπούν τα ελληνικά χρώματα στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ηταν η χρονιά που οι Ερυθρόλευκοι συνέτριψαν με 6-2 τη φιναλίστ της τελευταίας διοργάνωσης Λεβερκούζεν και η ΑΕΚ έμεινε αήττητη απέναντι στην κάτοχο του τίτλου, τη Ρεάλ Μαδρίτης των Γκαλάκτικος, με τις δύο εντυπωσιακές ισοπαλίες 3-3 και 2-2.

Τη σεζόν 2003-2004, οδεύοντας πια προς το Euro της Πορτογαλίας, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε με τρεις ομάδες στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ και συνολικά έξι στα Κύπελλα Ευρώπης! Η κορύφωση της άνοιξης του ελληνικού ποδοσφαίρου ήρθε με την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από τη Γαλανόλευκη, το καλοκαίρι του 2004.

Η πτώση που ακολούθησε σε επίπεδο συλλόγων και εθνικής ομάδας ήταν ραγδαία. Από την έκτη θέση στο ranking της UEFA το 2003 κατρακυλήσαμε στη 15η το 2007, ενώ η πρωταθλήτρια Ευρώπης ήταν η μεγάλη απούσα από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, έναν χρόνο πριν.

Στη φετινή σεζόν οι εκπρόσωποί μας έχουν συγκεντρώσει 4.500 βαθμούς που αποτελούν την 20ή επίδοση μεταξύ όλων των ομοσπονδιών και σαφώς κάκιστη.

Αν οι ελληνικές ομάδες δεν βελτιώσουν τάχιστα την παρουσία τους στα Κύπελλα Ευρώπης, τότε πολύ σύντομα το ενδιαφέρον τους θα περιοριστεί στην τρίτη διοργάνωση της UEFA που βρίσκεται στα σκαριά και από τη σεζόν 2021-2022 θα συμμετέχουν οι φτωχοί συγγενείς του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.