Πλησιάζουμε στο τέλος του πρώτου γύρου στο ελληνικό πρωτάθλημα και αν κάτι κάνει όμοιο κι αυτό με όλα τα προηγούμενα είναι η ευκολία με την οποία οι ελληνικές ομάδες αλλάζουν προπονητές. Φέτος οι πρόεδροι των μεγάλων συλλόγων υπήρξαν εγκρατείς: οι μικρότεροι όμως ξεσάλωσαν – μόνο ο ουραγός Απόλλωνας άλλαξε τέσσερις προπονητές. Οχι ότι δεν γίνονται τέτοια και στο εξωτερικό. Η πρόσφατη απόλυση του πρώην προπονητή της ΑΕΚ Μανόλο Χιμένεθ από την ισπανική Λας Πάλμας και η αντικατάστασή του από τον πριν από λίγες μέρες απολυμένο από τον Αρη Πάκο Ερέρα είναι για οποίον καταλαβαίνει η ποδοσφαιρική ιστορία των ημερών. Κυρίως γιατί αφήνει περιθώρια για ωραίους προβληματισμούς. Ο αποτυχημένος στην Ελλάδα Ερέρα βρήκε αμέσως δουλειά στην Ισπανία και ο Χιμένεθ, που κάποιοι στη φετινή ΑΕΚ νοσταλγούν, ψάχνει δουλειά πριν φτάσουμε στον Δεκέμβριο. Η ιστορία αποδεικνύει πως μολονότι παντού υπάρχει το βίτσιο της αλλαγής προπονητών, η αξιολόγηση των προπονητών στο εξωτερικό δεν είναι ίδια με αυτή που γίνεται στη χώρα μας.

Ανάγκες

Στο εξωτερικό το κριτήριο πρόσληψης ενός προπονητή σχεδόν πάντα είναι η ίδια η προηγούμενη δουλειά του. Μια ομάδα σταθμίζει τις ανάγκες της και διαλέγει τον κατάλληλο. Αν θέλει να μείνει στην κατηγορία ψάχνει κάποιον που να παίζει καλή άμυνα και να φτιάχνει ομάδες που χάνουν δύσκολα. Αν θέλει κάποιον για να κάνει πρωταθλητισμό (σε οποιαδήποτε κατηγορία…) ψάχνει κάποιον που να μπορεί να μάθει στην ομάδα να παίζει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας: με όπλο την άμυνα, την ανθεκτικότητα στην πίεση και τις αντεπιθέσεις, δύσκολα κάνεις πρωταθλητισμό. Αν στο εξωτερικό μια ομάδα επιλέξει κάποιον και δει ότι το ποδόσφαιρο που αυτός διδάσκει δεν είναι αυτό που στην ίδια είναι χρήσιμο τη δεδομένη στιγμή, τον αλλάζει. Το κριτήριο αφορά παντού και πάντα το ποδόσφαιρο. Οχι όμως και στην Ελλάδα.

Παράγοντας

Στην Ελλάδα έναν προπονητή τον προσλαμβάνεις πρώτα από όλα γιατί είσαι υποχρεωμένος. Ο μέσος έλληνας παράγοντας αν μπορούσε δεν θα έπαιρνε κανέναν και θα τα έκανε όλα μόνος του: άντε με έναν γυμναστή ως βοηθό. Θυμάμαι ότι παλιότερα ο ιδιοκτήτης του Εθνικού Αστέρα Νίκος Παπαδόπουλος είχε πει την ιστορική φράση ότι «ο προπονητής δεν συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία που λέγεται αποτέλεσμα» – αυτή είναι δουλειά του προέδρου και των παικτών. Ο άνθρωπος είχε την ευθύτητα να πει δημόσια όσα όλοι οι άλλοι παράγοντες λένε όταν μιλάνε μεταξύ τους! Ο προπονητής στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι κάτι σαν αναγκαίο κακό ακόμα και για τους ποδοσφαιριστές κι αυτό το καταλαβαίνεις από τη συμπεριφορά των παικτών όταν γίνονται παράγοντες. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης κάποτε με το που ανέλαβε τον ΠΑΟΚ έδιωξε τον Γιώργο Παράσχο. Ετσι για να καταλάβουν οι πάντες ότι ξεκίνησε την παραγοντική του καριέρα.

Ιεραρχία

Μια άλλη αλήθεια την έχει πει ο Γιώργος Μπαρτζώκας, ο σημερινός προπονητής της Χίμκι. «Μας πληρώνουν καλά κυρίως για να φταίμε» είχε πει όταν δούλευε στον μπασκετικό Ολυμπιακό. «Πληρωνόμαστε ικανοποιητικά για να μπορούν οι πάντες να έχουν γνώμη για τη δουλειά μας και να μιλάνε εύκολα για τα λάθη μας» είχε υπογραμμίσει. Είναι αλήθεια. Ωστόσο στην Ελλάδα, όσο ακριβοπληρωμένος και να είναι ένας προπονητής, δύσκολα θα πάρει συμβόλαιο μεγαλύτερο από τον σταρ της ομάδας κι αυτό πάντα δημιουργεί ένα πρόβλημα εσωτερικής ιεραρχίας. Οπότε οι προπονητές δεν πληρώνονται μόνο για να φταίνε, αλλά πολύ συχνά και για να κάνουν τα στραβά μάτια για των άλλων τα λάθη.

Καριέρες

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα συμβαίνει πάντως και κάτι καινούργιο: η Ελλάδα φτιάχνει, αλλά και χαλάει καριέρες προπονητών. Μερικοί που πέρασαν από τον Ολυμπιακό (και στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο) έφτιαξαν την καριέρα τους και το αναγνωρίζουν. Ο Ερνέστο Βαλβέρδε λέει ότι στην Ελλάδα κατάλαβε την πίεση και τις υποχρεώσεις του πρωταθλητισμού. Ο Μάρκο Σίλβα έχει πει ότι χάρη στο πέρασμά του από τον Ολυμπιακό έμαθε να κερδίζει. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας, αλλά και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος σήμερα δουλεύουν σε δυο ομάδες της Ευρωλίγκας, τη Χίμκι και τη Μακάμπι, εξαργυρώνοντας την καλή τους δουλειά στον Ολυμπιακό. Από την άλλη, αρκετοί που από εδώ πέρασαν δεν κατάφεραν να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, παρότι είχαν και επιτυχίες. Ο Μπέντο π.χ. κέρδισε ένα πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, αλλά κατέληξε κάπου στην Κίνα. Ο Χιμένεθ είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Πριν πάρει τα μπογαλάκια του και φύγει (όπως τον βλέπουμε στο σκίτσο της Εφης Ξένου) κέρδισε ένα ιστορικό πρωτάθλημα με την ΑΕΚ: η ΑΕΚ είχε δεκαετίες να βγει πρωταθλήτρια. Βρήκε αμέσως δουλειά στην Ισπανία και μάλιστα σε μια ομάδα στην οποία ήθελε καιρό τώρα να δουλέψει. Κι έφυγε από αυτή πριν καλά καλά τελειώσει ο πρώτος γύρος. Γιατί; Γιατί έχω την υποψία ότι το πέρασμα από την Ελλάδα αλλοίωσε την ποδοσφαιρική αισθητική του. Πράγμα που δεν συνέβη με τον απολυμένο από τον Αρη Πάκο Ερέρα που τον διαδέχτηκε.

Μανόλο

Ο Χιμένεθ για να κερδίσει πέρυσι το πρωτάθλημα προσαρμόστηκε πάρα πολύ στα δικά μας. Τα περσινά ματς της ΑΕΚ δεν θύμιζαν σε κανέναν ότι η ομάδα έχει ισπανό προπονητή: η Ενωση έπαιζε άγια άμυνα με την καρδιά της, στο παιχνίδι της υπήρχε μεγάλη σκοπιμότητα, η ικανότητα του Χιμένεθ ήταν να ακυρώνει τον αντίπαλο. Η επιτομή της δουλειάς του Ισπανού δεν ήταν όσα μας έδειξε στο πρωτάθλημα, όσο όσα είδαμε στο Γιουρόπα Λιγκ: οι συνεχόμενες ισοπαλίες της ΑΕΚ ήταν όλες σχεδόν αποτέλεσμα μιας κυνικής στρατηγικής που ήθελε την Ενωση να ξεκινά κάθε ματς με σκοπό να μη χάσει. Επειτα από τόσο πολύ ποδόσφαιρο σκοπιμότητας, πως διάβολο ο Χιμένεθ να κάνει πρωταθλητισμό με μια ομάδα, έστω στη Β’ Εθνική της Ισπανίας;

Πάκο

Κι ο καλός Πάκο; Δεν ξέρω αν θα μπορέσει να αλλάξει τη μοίρα της Λας Πάλμας – ίσως να απολυθεί κι αυτός σε λίγο καιρό, ίσως η ομάδα του να αποφασίσει να κοντράρει σε αλλαγές προπονητών τον Απόλλωνα. Ομως ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο Ερέρα περνώντας από την Ελλάδα δεν γοητεύτηκε από το ποδόσφαιρό μας – προσπάθησε να μάθει στον Αρη να παίζει όπως αυτός ήθελε κι όχι να προσαρμοστεί στα γούστα ματς. Γι’ αυτόν το παιχνίδι ήταν πάντα σημαντικό και το αποτέλεσμα έπρεπε να είναι συνέπεια της σωστής εφαρμογής του – τίποτα άλλο δεν τον ενδιέφερε και για αυτό και έχει δουλειά. Διότι στην Ισπανία τους προπονητές δεν τους πληρώνουν για να φταίνε αλλά για να μαθαίνουν στις ομάδες να παίζουν ποδόσφαιρο. Ο,τι δηλαδή εδώ ελάχιστα ενδιαφέρει…