Ηταν πάντοτε έτσι: από το μακρινό 1913, όταν για πρώτη φορά ένας αγώνας ανάμεσα στους δύο αιώνιους αντιπάλους της Αργεντινής τελείωσε με επεισόδια. Γιατί πάντα, γράφει ο αργεντινός δημοσιογράφος Κάρλος Πασερίνι στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα», το ποδόσφαιρο ήταν η αφορμή. Στο super – clàsico, όπως λέγεται το παραδοσιακό ντέρμπι ανάμεσα στην Μπόκα Τζούνιορς και τη Ρίβερ Πλέιτ, δεν καθρεφτίζεται παρά η σύγκρουση δύο κόσμων, μια σύγκρουση όχι μόνο οπαδική, ούτε καν ιδεολογική, αλλά και βαθύτατα υπαρξιακή. Αν κάτι έχει αλλάξει από το 1913 δεν είναι το μίσος των μεν για τους δε – «αίμα και καρδιά» λένε οι οπαδοί χτυπώντας ρυθμικά το στήθος τους -, είναι ότι αυτό που κάποτε ήταν μόνο μια έχθρα ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις, ανάμεσα σε barrios, τώρα είναι μια έχθρα ανάμεσα σε συμφέροντα και συστήματα εξουσίας. Και κάπως έτσι, αυτή η παγκοσμίων διαστάσεων γιορτή που είχε ανάγκη το πληγωμένο γόητρο μιας χώρας που ζει από νομισματική κρίση σε νομισματική κρίση μετατράπηκε σε μια εθνική ντροπή – για «εθνική ντροπή» ακριβώς έκανε λόγο στο Twitter ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια που εξήγαγε ποτέ το πλέον εξαγώγιμο προϊόν της Αργεντινής. Και είναι μια εθνική ντροπή που ήρθε στη χειρότερη δυνατή στιγμή καθώς την περασμένη εβδομάδα το Μπουένος Αϊρες θα φιλοξενήσει τη Σύνοδο Κορυφής των 20 ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου.
Δεν ήταν πάντως μια ντροπή που εξέπληξε πολλούς. Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, ο ουρουγουανός συγγραφέας που λατρεύει το ποδόσφαιρο, έκανε λόγο για μια «μονομαχία που ξεκινά από τις όχθες του Ριακουέλο, του ποταμού που χωρίζει στα δύο το Μπουένος Αϊρες». Και μπορεί να μην είναι πια οι πλούσιοι της Ρίβερ εναντίον των φτωχών της Μπόκα που συνθέτουν τα δύο μέρη αυτής της μονομαχίας, μπορεί έτσι να ήταν ώς τη δεκαετία του 1960, και σήμερα η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, όπως πολύ διαφορετική είναι και η ίδια η κοινωνία, αλλά θα υπάρχει πάντα ένας «τρόπος ζωής α λα Μπόκα» κι «ένας τρόπος ζωής α λα Ρίβερ».
Μπόκα, εξηγεί ο Κάρλος Πασαρέλι, σημαίνει θερμόαιμος, παθιασμένος, υπερήφανος. Θα πρέπει να είναι προσεκτικός όποιος κυκλοφορεί έξω από το γήπεδο της Μπόκα, την Μπομπονέρα. Τα χρώματα είναι μπλε και κίτρινο, αλλά όλα τα άλλα είναι «carnaval y alegria» όπως δεν σταματούν να τραγουδούν οι οπαδοί της – el pueblo por el pueblo. Η Ρίβερ, αντίθετα, είναι το Μπουένος Αϊρες, ή μάλλον ολόκληρη η Αργεντινή, που έχει στραμμένο το βλέμμα προς την Ευρώπη και ονειρεύεται την πρόοδο. Είναι το λευκό χρώμα και είναι και ο ύμνος «Vuelan las banderas del Μonumental» – «Ανεμίζουν οι σημαίες στο Μονουμεντάλ». Είναι τάξη και καθαριότητα, είναι τα περιποιημένα δρομάκια των βορείων προαστίων. Αυτούς τους τόσο διαφορετικούς κόσμους που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του Μπουένος Αϊρες χωρίζουν ιστορίες βεντέτας που δεν ξεχνά κανείς. Μια τέτοια ιστορία θέλει τον Ανχελ Λαμπρούνα, θρυλικό μεσοεπιθετικό της Ρίβερ τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, να μπαίνει στο γήπεδο της Μπόκα κρατώντας τη μύτη του σε ένδειξη περιφρόνησης προς τους bosteros, τους οπαδούς της Μπόκα που υποτίθεται ότι μύριζαν bosta, την κοπριά δηλαδή των αλόγων που κάλυπτε τους δρόμους στη συνοικία του λιμανιού. Η εκδίκηση θα ερχόταν κάποια χρόνια αργότερα από έναν εξίσου θρυλικό επιθετικό της Μπόκα, τον Κάρλος Τέβες, ο οποίος πανηγύρισε το γκολ που πέτυχε εις βάρος της Ρίβερ μιμούμενος την κίνηση των φτερών της κότας επειδή «κότες» αποκαλούσαν οι οπαδοί της Μπόκα Τζούνιορ εκείνους της Ρίβερ Πλέιτ.
Εκβιασμοί, απειλές, βία και ναρκωτικά
Η άλλη ιστορία που δεν ξεχνά κανείς χρονολογείται μόλις το 2015, όταν στη σήραγγα του γηπέδου της Μπόκα οι μισοί παίκτες της Ρίβερ δηλητηριάστηκαν με σπρέι πιπεριού. Ο αγώνας εκείνος είχε φυσικά αναβληθεί. Αναβλήθηκε για να τον κερδίσουν οι barrabravas, οι ανελέητοι φανατικοί, πραγματικοί εγκληματίες, όπως γράφει ο αργεντινός δημοσιογράφος. Στη Bombonera είναι τα αφεντικά της Θύρας 12. Στο Monumental, το γήπεδο της Ρίβερ, κουμάντο κάνουν οι Borrachos del Tablon. Η καθημερινότητα και στη Bombonera και στο Monumental περιλαμβάνει εκβιασμούς, απειλές, ωμή βία, εμπόριο ναρκωτικών.