Είναι μια ιστορική σελίδα η δεύτερη των «ΝΕΩΝ» της Πέμπτης 12 Δεκεμβρίου 1963. Σε αυτήν συναντιούνται τα δύο ελληνικά Βραβεία Νομπέλ, στον Γιώργο Σεφέρη και στον Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και η αναγγελία της πρώτης παρουσίασης του Αξιον εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη για τις αρχές του 1964. Την προηγουμένη, ο Γιώργος Σεφέρης έχει μιλήσει στη Σουηδική Ακαδημία παραλαμβάνοντας το βραβείο. Ουδείς εκείνη τη στιγμή μπορούσε να προβλέψει ότι η είδηση για το Αξιον εστί θα αφορούσε τελικά, έπειτα από χρόνια, όχι μόνο το επόμενο ελληνικό Νομπέλ, αλλά και το έργο που σφράγισε για πάντα και ανεξίτηλα την ταυτότητα του σύγχρονου Ελληνισμού, της Ελλάδας αλλά και της εικόνας τους στον κόσμο. Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται το πώς γεννήθηκε η μελοποίησή του*:
«Ολη η ιντελιγκέντσια πήγαινε στο καφέ του Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος, και μετά όλοι βάδιζαν προς τα πάνω και πήγαιναν για το όρθιο του Λουμίδη. Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: “Mόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Αξιον εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας” […]. Του λέω: “Eγώ φεύγω αυτές τις μέρες και θα χαρώ πολύ να τα ξαναπούμε. Θα είμαι για λίγο καιρό στο Παρίσι, να μου το στείλετε”. Του έγραψα τη διεύθυνση, και πράγματι πήγα στο Παρίσι και σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος μού έφερε το βιβλίο του, το οποίο καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μία εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού. Εκείνη την εβδομάδα είχα γράψει όλο το Αξιον εστί, αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; Αλλά ένα λαϊκό έργο μιας ώρας τι λαϊκό θα είναι; Και μάλιστα με τέτοιο ποίημα! Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χορωδία και λόγιο τραγουδιστή. Ολα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα. Επρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ηξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στον συμφωνικό ήχο, όπως και στον χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. Είχα επιλέξει τα πέντε τραγούδια που ήταν καθαρά λαϊκά και τα οποία τραγούδησε τελικά και ο Μπιθικώτσης. Είχα και μιαν άλλη φωνή, τον Δημήτριεφ, που ήταν μεταξύ του ενός και του άλλου, και του έδωσα άλλο ρόλο, τον έκανα ψάλτη. Τα υπόλοιπα μέρη ήταν πιο πολύ προς το δημοτικό τραγούδι. Πρότεινα να υπάρχει ο αναγνώστης μέσα, διότι ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε τον λαϊκό τραγουδιστή, είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε. Από εκεί και πέρα, η ενορχήστρωση ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Οχι πως δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να την κάνω, αλλά έπρεπε να είναι ισορροπημένη, να μη μας πηγαίνει… στη Βιέννη, στο Παρίσι ή στο Βερολίνο. Η ενορχήστρωση έπρεπε να παραπέμπει στην Ελλάδα. Και γι’ αυτό καθυστέρησα τόσο πολύ να το δώσω, το έψαχνα πολύ. Ηθελα επίσης να ωριμάσει και ο κόσμος. Να μη χάσω αυτόν τον κόσμο που είχα, να μην τρομάξει…».
*Απόσπασμα από το βιβλίο Αξιος εστί