Κάποτε πρέπει να γραφούν μελέτες, πλάι στις ενδιαφέρουσες υπάρχουσες (για Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα), για τον τρόπο που συγγραφείς δύο αιώνες τώρα ελεύθερου κράτους έχουν ως πεδίο αναφοράς τους διάφορες πόλεις της κυρίως Ελλάδος αλλά και παροικιακές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Πόλη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός, το Γιοχάνεσμπουργκ, η Αυστραλία, αλλά και σημαντικές πόλεις της Αμερικής είναι το τοπίο, πολιτιστικό και ιστορικό γενικά, όπου καταγράφονται δράματα, έρωτες, αμαρτίες και θρίαμβοι Ελλήνων της επαρχίας και της μετανάστευσης και της διασποράς.

Πρόσφατα ο Θανάσης Νιάρχος επιμελήθηκε μια ανθολογία πλούσια ελλήνων συγγραφέων που αναφέρονται στην Κωνσταντινούπολη. Παλιότερα ο Σολωμονίδης έγραψε για τη Σμύρνη, όπως βέβαια και τα έξοχα «Ματωμένα χώματα» της Σωτηρίου και το «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη. Ο αείμνηστος πρόσφατα φευγάτος Γιώργος Μιχαηλίδης στην έξοχη τριλογία του καταγράφει τα πάθη και τους πόθους των Ελλήνων μεγαλοαστών στην Οδησσό. Η αλεξανδρινή κοινωνία με φόντο το γεωγραφικό, θαλάσσιο και ανθρώπινο τοπίο έδωσε πλούσιο υλικό σε σημαίνουσες πένες και ανάμεσά τους στην αριστουργηματική τριλογία του Τσίρκα. Χωρίς οδηγό τον Στρατή Δούκα, τον Κόντογλου, τον Βενέζη, αλλά χωρίς τη διεισδυτική ματιά του Ψαθά και του Σαμουηλίδη δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον μεγάλο πολιτισμό του Πόντου. Επίσης χωρίς τον τολμηρό φακό του Θανάση Βαλτινού δεν θα αντιληφθούμε πώς επιβίωσε και μάτωσε σε άδειο έδαφος ο μετανάστης Κορδοπάτης.

Η Μυτιλήνη του Μυριβήλη, η Κρήτη του Καζαντζάκη και τώρα της Γαλανάκη και της Καρυστιάνη δεν γίνονται εμπειρία για τον αναγνώστη χωρίς το φυσικό, ιστορικό, εθιμικό, γλωσσικό πλαίσιο των ανθρώπινων τραυμάτων.

Δεν σκοπεύω να εξαντλήσω τον κατάλογο των συγγραφέων που χαρτογράφησαν μέσω του τοπίου την εποχή των ηρώων τους. Ενδεικτικά αναφέρθηκα. Αλλά αν είχαμε εκπαίδευση άλλης ματιάς και ευθύνης, μια ανθολογία θα βοηθούσε τα Ελληνόπουλα να αντιληφθούν πως το τοπίο και η τοπική ιστορία, τα ήθη, οι προκαταλήψεις, τα οικονομικά αδιέξοδα και οι απέλπιδες προσπάθειες των Ελλήνων της περιφέρειας και της διασποράς, της προσφυγιάς και της μετανάστευσης διαμορφώθηκαν συναρτήσει του πολιτισμικού και φυσικού τοπίου.

Το γνησιότερο γλέντι της ζωής μου το έζησα στη Νέα Υόρκη στον υπόγειο χώρο της ορθόδοξης εκκλησίας, με ψησταριές, κοκκινέλι, πίτες, τουλουμίσιο τυρί και πηχτή!

Σκεφτήκατε πώς διαμορφώθηκε ο πολιτισμικός χάρτης Σμύρνης μέσα σ’ ένα περιβάλλον κοσμοπολίτικο τούρκων, εβραίων, αρμενίων, κούρδων, γάλλων, άγγλων, ιταλών μόνιμων κατοίκων; Επεσα από τα σύννεφα όταν βρέθηκα στο Λος Αντζελες και θέλησαν να με περιποιηθούν Ελληνες της παροικίας – η τυπωμένη κάρτα της πρόσκλησης που ήρθε στο μοτέλ όπου έμενα στο Χόλιγουντ με καλούσε σε «Σπανακόπιτα πάρτι»!!

Τα έγραψα και πρόσφατα εδώ, η ομηρική μέρα της επιστροφής του ξενιτεμένου στην πατρίδα – το «νόστιμον ήμαρ» – έγινε στη λαϊκή μας παράδοση και γλώσσα το επίθετο «νόστιμος», γεύση δηλαδή που έχει να κάνει με τη γευστική (!) νοσταλγία του ξενιτεμένου. Τη γεύση του φαγητού της μάνας του!

Εως σήμερα οι νοικοκυρές μαγειρεύουν σμυρναίικα φαγητά, όπως τα έμαθε όλη η Ελλάδα από τους πρόσφυγες της μεγάλης ελληνικής πόλης της Ανατολής.

Ολοι οι μικρασιάτες συγγραφείς συχνά στα βιβλία τους αναφέρονται στο σμυρναίικο τραπέζι και στις γεύσεις του. Τώρα που παίζεται πάλι η «Λωξάντρα», η γεύση είναι η κυρίαρχη αίσθηση που ερμηνεύει τον τρόπο ζωής, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη βαθιά νοσταλγία των χαμένων πατρίδων.

Πριν από λίγα χρόνια η αγορά βιβλίου της χώρας αιφνιδιάστηκε από την κυκλοφορία ενός βιβλίου για τη Σμύρνη που ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο αντίτυπα, έγινε τηλεοπτική σειρά με σκηνοθέτη τον έξοχο μάστορα του είδους Κώστα Κουτσομύτη, τον μακαρίτη πια. Και βέβαια δεν ήταν μόνο οι λίγοι μικρασιάτες υπερήλικοι που το χάρηκαν, ούτε μόνο οι απόγονοί τους που ζούσαν με έντονες τις αναμνήσεις των προγόνων τους. Ηταν ένα κοινό που ήθελε να μεταλάβει μια μυθική πλέον κουλτούρα – σύνθεση αφηγήσεων, επιβιώσεων, λογοτεχνικών καταθέσεων και λαϊκών εκφράσεων.

Μετά το 1922 και την Καταστροφή η ελληνική επιθεώρηση εισήγαγε ένα νέο πρόσωπο στα νούμερά της, τη Σμυρνιά, και στην εστίαση άλλαξε τελείως το προσφερόμενο έδεσμα φέρνοντας στον κατάλογο της ταβέρνας και νέα άγνωστα γλωσσικά και γευστικά φαγητά.

Μην παραξενεύεστε, κυκλοφορεί ένα πολυσέλιδο διδακτορικό με τα «Φαγητά στα έργα του Αριστοφάνη». Οποιος δεν αντιλαμβάνεται τι θέση έχει η γεύση στην Ιστορία του πολιτισμού δεν έχει συλλάβει την Ιστορία του ανθρώπινου είδους.

Η Μάρα Μεϊμαρίδη όμως ανακάλυψε τα τετράδια οικογενειακού της προσώπου, φυλαγμένα όπως όλα τα τιμαλφή στο μπαούλο.

Και η ανακάλυψη έγινε αποκάλυψη μιας άλλης πτυχής της ζωής στη Σμύρνη, αλλά και στην άλλη Ελλάδα, αν βρεθούν τόσο ερεθιστικά τεκμήρια. Εζησα στην επαρχία μια εποχή, πριν από 70 χρόνια, που δεν πηγαίναμε στον γιατρό αν βγάζαμε τη χρυσή. Ερχόταν η γειτόνισσα που «ήξερε απ’ αυτά» και την «έκοβε» με μια φλούδα λεμόνι!

Εζησα μια εποχή που το «πούντιασμα» το έπαιρναν οι κοφτές βεντούζες που τραβούσαν το «άρρωστο» αίμα από την πλάτη που τη χάραζε ένα ξυραφάκι. Εζησα την εποχή του λάβδανου και της κομπρέσας με την καυτή άμμο ή τη στάχτη από το μαγκάλι. Εζησα τα ξόρκια, το σταύρωμα, το νερό στο βάζο τη νύχτα του Αϊ-Γιαννιού του Ρηγανά που έδειχνε ποιος γαμπρός θα ζητήσει τη θεία!

Εζησα τα αρσενικοβότανα για να γεννηθούν αγόρια από τις κοριτσομάνες. Εζησα το κοκαλάκι της νυχτερίδας και τα μηνύματα που έστελνε η πλάτη του αρνιού το Πάσχα!

Οι μεγάλοι έλληνες λαογράφοι και ο Νικόλαος Πολίτης, ο Κυριακίδης, ο Γεώργιος Μέγας και άλλοι μάς πλούτισαν με τις λαϊκές ευχές, κατάρες, προκαταλήψεις, φοβίες και φόβητρα, γιατροσόφια, μαγγανείες, καταπότια, ερωτικά βότανα και αποτροπαϊκές συνταγές. Μια τεράστια λαϊκή παράλληλη θρησκεία, τελετουργία και δαιμονολατρία.

Αυτή η υπόγεια στις μέρες μας αλλά ζώσα ακόμη λαϊκή λατρεία και ερωτολογία, αρρωστολογία και προσέλκυση ή απομάκρυνση του κακού (ματιού, σκέψης, κατάρας) είναι το μυθιστορηματικό υλικό της Μάρας Μεϊμαρίδη «Οι μάγισσες της Σμύρνης».

Οταν και στις μέρες μας χιλιάδες συμπολίτες μας καταφεύγουν στις χαρτορίχτρες και στις καφετζούδες, όταν ακόμη και φοιτήτριες κλέβουν μια τρίχα από τα μαλλιά του νέου που επιθυμούν να τις παντρευτεί, είναι φυσικό να διαπιστώσουμε πως υπάρχει ακόμη ζωντανή η πείρα της Μήδειας, της Κίρκης και το θαυματουργό κοκαλάκι από την παλάμη του Αγίου της γειτονιάς μας!

Βλέπετε ο ορθολογισμός μάς προίκισε με πυραύλους και κοκαΐνη. Αρα…

Ο Σταμάτης Φασουλής που διασκεύασε και σκηνοθέτησε το έργο της Μεϊμαρίδη έκανε μια έξοχη δουλειά όπου κυριαρχεί με γνώση η εποχή, η μόδα της, οι συμπεριφορές της, τα ήθη της και οι προκαταλήψεις και φοβίες της, οι ελπίδες και οι φαντασιώσεις της. Με κατανόηση για τα ανθρώπινα και συμπάθεια για την άγνοιά της!

Τα σκηνικά της Σμαραγδή λιτά και λειτουργικά, τα κοστούμια της Βαχλιώτη χάρμα οφθαλμών, οι φωτισμοί του Παυλόπουλου παίζουν ρόλο… και οι χορογραφίες του Παπάζογλου με ήθος και ύφος οικείο.

Η Μαρία Καβογιάννη εξαίσια, κυρίαρχη στο ύφος και στην εποχή. Η Σμαράγδα Καρύδη έδειξε πως έχει ακόμη και ακένωτη δεξαμενή μέσων και ψυχικής περιουσίας, η Βλαβιανού τέλεια πλέον καρατερίστα σε εποχή που λείπει το είδος. Ο Μπεγνής διστακτικός αλλά εντός ύφους. Ο Μελέτης ώριμος καρατερίστας. Από το πλήθος των άλλων σε ποικίλους ρόλους θα ξεχώριζα την Αντουλινάκη, τον Δεπάστα, την Μπάρκα, την Πολυκανδρίτου.

Η παρουσία της Μίρκας Παπακωνσταντίνου είναι από μόνη της μια θεατρική περιουσία ήθους, ύφους και χιούμορ.