Στην ιαπωνική καλλιγραφία ο χρόνος διαβάζεται ως μία γραμμή σταθερή και αμετάβλητη. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μετάδοση της χειροτεχνικής γνώσης από γενιά σε γενιά. Αυτό το πέρασμα του χρόνου που ρυθμίζει την καθημερινή ζωή και συνεχίζεται ως τελετουργία του παρόντος, ανάλογα το αισθάνεται όποιος περιεργάζεται τα αντικείμενα που συνθέτουν το πωλητήριο στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη. Στη συνέχεια, καθώς ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, για να φτάσει στο καφέ – εστιατόριο με την υπέροχη αστική θέα της Αθήνας και περάσει ανάμεσα από την πολυμορφία των εκθεμάτων διαφορετικών εποχών της ελληνικής Ιστορίας, είναι μάλλον απίθανο να αντισταθεί στην επιθυμία απόκτησης ενός αυθεντικού αντίγραφου. Για αυτή την έλξη του αντικειμένου μιλάει η Δέσποινα Γερουλάνου, καθώς ο εσπρέσο και ο χυμός πορτοκαλιού συνδυάστηκαν με μία ξακουστή λιχουδιά του φιλόξενου καφέ του μουσείου.
«Είκοσι χρόνια και παραπάνω ήρθαμε σε επαφή με πολλούς τεχνίτες, καλλιτέχνες, ντιζάινερ. Νομίζω ένα μεγάλο μέρος του χώρου το καλύψαμε, επειδή κάθε μαγαζί είχε τη δική του φιλοσοφία: τα αντίγραφα, το κραφτ και το ντιζάιν. Εδώ στο κεντρικό πωλητήριο υπήρχε μαγιά από την επιτροπή πωλητηρίου. Οταν μπήκα το 1994 αυτό πήρε άλλη μορφή. Σκοπός μας, εκτός από την οικονομική υποστήριξη των πολιτιστικών δραστηριοτήτων του μουσείου, είναι η διατήρηση των παραδοσιακών τεχνικών που τείνουν να χαθούν. Αλλά και η υποστήριξη των τεχνιτών που τις χρησιμοποιούν. Τα αντικείμενα στο πωλητήριο γίνονταν με αυθεντική παλιά τεχνική. Αυτή είναι άλλωστε και η διαφορά μας από ένα τουριστικό κατάστημα στο Μοναστηράκι.
Η Ελένη Αλούπη για παράδειγμα είναι χημικός – αρχαιολόγος και κάνει για εμάς τα αντίγραφα των αγγείων. Ο Γιώργος Μπογδανόπουλος αγιογραφεί με τις παλιές τεχνικές με αβγοτέμπερα και στιλβωμένα φύλλα χρυσού. Ο Σπύρος Κούκος, άλλος ένας παραδοσιακός τεχνίτης, δουλεύει ακόμα το σαβάτι στο ασήμι. Μου άρεσε λοιπόν να ξέρω πώς κατασκευάζεται το αντικείμενο, να το γνωρίζω ως διαδικασία και να μπαίνω μαζί με τους τεχνίτες στο εργαστήρι την ώρα της δημιουργίας τους».
Στο τραπέζι αφήνει ένα τετράδιο σημειώσεων με σκληρό χρωματιστό εξώφυλλο, μία κυλινδρική μολυβοθήκη και έναν αγγλικό κατάλογο έκθεσης ντιζάιν. Τίτλος του, «Homo Faber». Ο υπότιτλος «Crafting a more human future» ( Χειροτεχνώντας ένα πιο ανθρώπινο μέλλον) θα προσδιορίσει το υπόλοιπο της συνάντησής μας.
«Η “ανίχνευση” του τεχνίτη είναι ένα θέμα. Το έκανα από πάντα ως χόμπι. Μάθαινα τεχνικές, έφτιαχνα κοσμήματα, καπέλα, αγιογραφίες, μου άρεσε η χειροτεχνία, χωρίς να έχω όμως την υπομονή να είμαι η ίδια που θα έφτιαχνε αντικείμενα. Το τι χαρακτηρίζει αυτήν την τάξη των ανθρώπων το λέει ο Ρίτσαρντ Σένετ στο βιβλίο του “Ο Τεχνίτης”: “Η χειροτεχνία δίνει όνομα στην πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη επιθυμίας να κάνεις καλά μια δουλειά για τον εαυτό σου”. Για μένα ήταν χαρά να συνεργάζομαι μαζί τους. Ο τεχνίτης βρίσκει τη λύση. Αισθανόμουν μια σιγουριά ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, που σε αντίθεση με όλους εμάς πατούσαν στη γη. Οι τεχνίτες εντοπίζουν πράγματα, θέτουν ερωτήματα στη διαδικασία κατασκευής του αντικειμένου. Αυτός ο πρακτικός τρόπος και η περιέργειά τους για την εύρεση προβλημάτων που οδηγεί το μυαλό τους στη λύση, στο άνοιγμα του ορίζοντα, με βοηθούσε πολύ. Σήμερα βρίσκω καλούς τεχνίτες όλο και λιγότερο.
Η χειροτεχνία έχει απαξιωθεί. Δεν θεωρείται τέχνη, παρότι χρησιμοποιείται στην τέχνη. Δηλαδή οι καλλιτέχνες, από τη στιγμή που δεν κάνουν μόνο ζωγραφική, και κάνουν και κατασκευές, στα έργα τους χρησιμοποιούν τους τεχνίτες. Η αναγνώριση της χειροτεχνίας είναι ζητούμενο της εποχής μας. Αυτό που λέμε “χέρι – μυαλό” δεν είναι απόλυτο. Οτι ο ένας δηλαδή σκέφτεται και ο άλλος πράττει. Ομως πολλές φορές ο τεχνίτης είναι και μυαλό. Επειδή του έχουν στερήσει την κοινωνική αναγνώριση, φαίνεται ότι δεν μπορεί να σκεφτεί και ότι κάποιος άλλος τού υπαγορεύει τις κινήσεις του. Νομίζω ότι βιώνει έναν κοινωνικό αποκλεισμό και ήρθε η ώρα να τον προσέξουμε. Στην αρχαία Ελλάδα “δημιουργός” ήταν ο τεχνίτης. Σήμερα, με τις προηγμένες τεχνολογίες και την ανάδειξη του ντιζάιν η σημασία στον τεχνίτη έχει υποβιβαστεί. Ωστόσο ξεκίνησε μία αλλαγή και σχηματίζεται ένα περιβάλλον υποστήριξής τους. Οσο τέλειο και να το κάνει η μηχανή, είναι άλλη η αίσθηση του αντικειμένου στο οποίο έχει μεσολαβήσει και το ανθρώπινο χέρι.
Ο μόνος τρόπος να ξαναφέρεις κόσμο στη χειροτεχνική παράδοση είναι οι τεχνίτες να αναγνωριστούν και να αρχίσουν οι συμπράξεις. Ο ντιζάινερ να συμπράττει με τον τεχνίτη. Βέβαια στη χώρα μας δεν μπορούμε να μιλάμε για μεγέθη βιομηχανικής παραγωγής. Εκ των πραγμάτων το ντιζάιν προσανατολίζεται λοιπόν στις χειροποίητες τεχνικές. Χρειάζεται ο ένας να βρει τον άλλον. Το να πιάσει κάποιος μια παλιά τεχνική και να την πάει κάπου αλλού, αυτό είναι το ζητούμενο.
Ο καλλιτέχνης της documenta 14 Αμπουμπακάρ Φοφανά που συνεργάζεται ακόμη με τον “Μέντη” είναι ένα πολύ ωραίο παράδειγμα. Το πάει από την αρχή έως το τέλος. Τεχνίτης και καλλιτεχνικός δημιουργός.
Ούτε γκαλερί δεν υπάρχει για αυτά τα αντικείμενα στην Αθήνα, ενώ αυτόνομοι κεραμίστες, κοσμηματοποιοί υπάρχουν πολλοί και καλοί. Τα αντικείμενά τους, το έβλεπα όταν λειτούργησε το κτίριο της Πειραιώς, δεν ήταν μόνο για είδη δώρων. Ηταν έργα αυτούσια. Με αυτή τη λογική λοιπόν ξεκινήσαμε τη σειρά των εκθέσεων “Αναζητήσεις στην ύλη” στο πωλητήριο της Πειραιώς. Για να αναδειχθούν έργα ιδιαίτερης αισθητικής και εξαιρετικής τεχνικής. Πολλοί καλλιτέχνες δούλεψαν και στο πλαίσιο των εκθέσεων “Πτυχώσεις” και “Χρρατς!” και ανταποκρίθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό. Ετσι το πωλητήριο στην Πειραιώς πήρε χαρακτήρα άτυπης γκαλερί για τέτοια αντικείμενα καθώς είχαν συγκεντρωθεί εξαιρετικά πράγματα από πορσελάνη, ασήμι, κόσμημα, χάρτινα, πλαστικό και άλλα υλικά».
Η Πειραιώς εξελίχτηκε σε σημείο νεότερων ντιζάινερ. Η ανταλλαγή εντυπώσεων για τα ιδιαίτερα σύγχρονα κοσμήματα της Πειραιώς μας βγάζει σε ντιζάιν αντικείμενα από μέταλλο στον αριθμό 3 της οδού Κριεζώτου. Η Δέσποινα Γερουλάνου διευκρινίζει ότι στην Κριεζώτου παρουσιάζονται τα μοναδικά έργα και οι σύγχρονες δημιουργίες καλλιτεχνικής έμπνευσης με συλλεκτικό ενδιαφέρον των νέων δημιουργών. Επισημαίνει όμως το ζήτημα της πρωτοτυπίας ενός αντικειμένου και την αποφυγή των αντιγραφών του. «Νομίζω ότι τα κοσμήματα της Κατερίνας Ανέστη έχουν αντιγραφεί περισσότερο από οποιονδήποτε. Η δουλειά της στο χέρι με το βελονάκι και τα σφυρήλατα μέταλλα δικαιολογούν την τιμή τους. Αλλά πολλοί είναι εκείνοι που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τις διαφορές που φυσικά και υπάρχουν. Είναι θέμα πώς έχει εξασκηθεί το μάτι σου, πώς να εκτιμάς τη δουλειά του δημιουργού. Υπάρχει ένα στοιχείο διαφοροποίησης στη δουλειά των τεχνιτών. Βαρέθηκα να βλέπω 500.000 σπίτια φτιαγμένα με ΙΚΕΑ. Και εμένα με βολεύει, αλλά στο τέλος είναι βαρετό αυτό το ομοιόμορφο ύφος. Ομως είναι θέμα παιδείας του ματιού και αυτή είναι και η συμβολή του μουσείου. Βλέπεις τα εκθέματα των συλλογών που συντίθενται από αντικείμενα και όσες φορές και να περάσεις από μπροστά τους ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο.
Πρέπει λοιπόν όλα αυτά να βγουν προς τα έξω. Μία αφορμή ήρθε από μία απίθανη έκθεση στη Βενετία, το “Homo Faber” που οργάνωσε το Fondation Michelangelo, που προωθεί τη διάσωση της ευρωπαϊκής χειροτεχνίας. Από την ελληνική πλευρά η κεραμίστρια Θεοδώρα Χωραφά συμμετείχε στην έκθεση, επειδή έτυχε και εντόπισαν μόνο εκείνη. Γιατί δεν ήξεραν πώς να αναζητήσουν στη χώρα μας τους τεχνίτες και τις τεχνικές τους. Είναι πρόβλημα λοιπόν το να μην υπάρχει ένας οργανισμός γύρω από αυτόν τον κόσμο των χειροτεχνικών επαγγελμάτων που να δίνει πληροφορίες και προς τα έξω. Μία περίεργη συγκυρία μάς έφερε σε συνάντηση με το Fondation Michelangelo και ως πρώτο βήμα θα κάνουμε μία καταγραφή των τεχνικών στην Ελλάδα που θα συμπεριληφθεί στην πλήρη καταγραφή όλων των τεχνικών όλης της Ευρώπης.
Ας θυμηθούμε την περίπτωση ΕΟΜΜΕΧ που έσβησε άδοξα μέσα στην κρίση. Στο παρελθόν είχε γίνει μια καλή δουλειά που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έφθινε. Ισως αυτό είναι το αποτέλεσμα έλλειψης παιδείας και αισθητικής: η λαϊκή τέχνη απαξιώθηκε από εκείνους οι οποίοι δεν εμπνεύσθηκαν από αυτήν για να κάνουν κάτι αυθεντικό. Οι ίδιοι περιορίστηκαν σε μιμητισμούς. Δεν υπήρχε ένας οργανισμός που να έχει συγκεντρώσει αυτό το δίκτυο χειροτεχνών, παλιών τεχνικών και νέων δημιουργών όπως συμβαίνει με τα πολύ δραστήρια Crafts Counsils σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, στην Αμερική και σε χώρες της Ασίας.
Εδώ υπάρχουν ελάχιστες σχολές και πάντως όχι ανώτατης εκπαίδευσης. Οταν πολλές από αυτές τις τέχνες χρονολογούνται 6.000 χρόνια πίσω. Οπως το κόσμημα, η υφαντική και η κεραμική. Θα έπρεπε λοιπόν να δημιουργηθούν πανεπιστημιακές σχολές. Παράλληλα να ενισχυθούν συνεργασίες με πανεπιστημιακούς φορείς που χρησιμοποιούν εργαστήρια όπως τμήματα μηχανικών, αρχιτεκτόνων, ιατρικών επαγγελμάτων, ρομποτικής καθώς και με σχολές ντιζάιν και μόδας . Οι συμπράξεις αυτές είναι το κλειδί για την ανάπτυξη και την επιτυχία».