Το μετέωρο βήμα της Μεγάλης Βρετανίας που θα την οδηγήσει έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, όσο μένει μετέωρο, προκαλεί πολιτικό χάος στο Ηνωμένο Βασίλειο και συντηρεί μια ρευστή κατάσταση που στην καθημερινή ζωή των Βρετανών μεταφράζεται σε μια εξαιρετικά ανασταλτική και δυσάρεστη αβεβαιότητα. Δεν είναι μικρό πράγμα να μην μπορείς να προγραμματίσεις στοιχειωδώς το μέλλον σου, να μην ξέρεις, για παράδειγμα, αν η εταιρεία στην οποία δουλεύεις θα τα μαζέψει και θα φύγει λόγω Brexit. Πέραν των Βρετανών όμως, το θέμα αυτό – με ανοιχτή την πιθανότητα ενός νέου δημοψηφίσματος που, αν γίνει, ίσως το αποτέλεσμα να είναι αντίθετο από αυτό του Ιουνίου του 2016 – αφορά ολόκληρη την Ευρώπη. Πρόκειται για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος τραύματος στο σώμα της Ενωσης που θα αποδείξει και τις αντοχές του οργανισμού της. Γι’ αυτό και βρίσκεται στα ψηλά της ειδησεογραφίας, μοιράζεται την κορυφή με τα Κίτρινα Γιλέκα και την προχθεσινή τρομοκρατική επίθεση στο Στρασβούργο.
Διαπιστώνω όμως – σε φιλικές και κοινωνικές συναναστροφές, σε άτυπα γκάλοπ που, από επαγγελματική «διαστροφή», κάνω – ότι τον μέσο Ελληνα, εθισμένο ούτως ή άλλως στην κατανάλωση ειδήσεων, τον αφορά πολύ λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Κι ας έχει φλερτάρει ο ίδιος, ακούσια ή εκούσια, με το δικό του Grexit πριν από τους Βρετανούς. Ακόμη και αυτοί που υποστήριξαν φανατικά το «Μένουμε Ευρώπη» (όχι όλοι βέβαια) παρατηρώ ότι το αντιμετωπίζουν με σχετική αδιαφορία, άντε το πολύ να καταλήξουν σε αστειάκια για την κορμοστασιά της Τερίζα Μέι ή για το «ασουλούπωτο» της πολιτικής προσωπικότητάς της. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη ότι δεν είμαστε φιλοξενούμενοι στην Ευρώπη. Ανήκουμε σε αυτήν, είμαστε μέλος της και, ως γνωστόν, όταν σακατευτεί ένα μέλος του σώματος επιβαρύνονται και τα άλλα. Θεωρούμε, οι περισσότεροι από εμάς, ότι όσα γίνονται στη Μεγάλη Βρετανία είναι μια εξωτερική υπόθεση και συνεχίζουμε να περιεργαζόμαστε τον ομφαλό μας εγκλωβισμένοι στην εθνική μας αυτοαναφορικότητα.