Η Ελλάδα δεν γεύτηκε ποτέ τους καρπούς του QE στην αγορά ομολόγων, παρότι η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εμφανιζόταν από τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, το φθινόπωρο του 2017, ως υπέρτατος και σχεδόν δεδομένος στόχος.
Χθες ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε το τέλος του προγράμματος στο τέλος του έτους, κίνηση για την οποία είχε προετοιμάσει εδώ και μήνες τις αγορές. Υποσχέθηκε όμως ότι η ΕΚΤ θα εξακολουθήσει να διοχετεύει ρευστότητα εν μέσω επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας και των πολιτικών κινδύνων που έχουν δημιουργηθεί. Πρόκειται κυρίως για τις αναταραχές στην Ιταλία και τη Γαλλία, αλλά και για την αβεβαιότητα του Brexit. Για τον λόγο αυτό ο ισχυρός άνδρας της ΕΚΤ προειδοποίησε ότι οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη παραμένουν.
Το τέλος του χωρίς προηγούμενο προγράμματος αγοράς ομολόγων ύψους 2,6 τρισ. ευρώ αποτελεί τέλος εποχής για την ΕΚΤ, λόγω του μεγάλου μεγέθους και της μακράς διάρκειάς του. Η κίνηση αυτή αναμένεται ότι θα χαροποιήσει ιδιαίτερα χώρες όπως η Γερμανία, που εδώ και καιρό ήταν εναντίον του προγράμματος αυτού, γνωστού στις αγορές και ως QE.
Η ΕΚΤ πάντως θα συνεχίσει να επανεπενδύει σε ομόλογα έσοδα που θα αποκτά όταν θα ωριμάζουν οι κρατικοί τίτλοι που έχει στο χαρτοφυλάκιό της. Σύμφωνα με τον Ντράγκι, οι επαναγορές ομολόγων θα πραγματοποιούνται μόνο στην ίδια δικαιοδοσία που έγιναν και οι πληρωμές κεφαλαίου. Αυτό ευνοεί τις χώρες των οποίων οι τίτλοι χρέους είχαν μπει στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά όχι την Ελλάδα, αφού ουδέποτε είχαν δημιουργηθεί οι συνθήκες για να αγοράσει η κεντρική τράπεζα ομόλογα της χώρας μας. Η απόφαση των μελών της ΕΚΤ να συνεχιστούν οι επανεπενδύσεις αυτές ήταν ομόφωνη.
Ο Ντράγκι υποσχέθηκε επίσης να παράσχει ρευστότητα στην οικονομία της ευρωζώνης, καθώς η ΕΚΤ εξακολουθεί να βλέπει τους κινδύνους να αυξάνονται για τη ζώνη του ευρώ. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ θέλησε επίσης να καθησυχάσει τις αγορές ότι δεν επίκεινται αυξήσεις επιτοκίων βραχυπρόθεσμα. Μάλιστα έστειλε σήμα ότι τα επιτόκια δανεισμού σε ευρώ θα παραμείνουν στα σημερινά μηδενικά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2019.
Οταν ο Ντράγκι ρωτήθηκε για το πόσο επιτυχημένο θεωρεί ότι ήταν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ανέφερε ότι για μεγάλο μέρος των τελευταίων τεσσάρων χρόνων το πρόγραμμα αυτό ήταν η μοναδική κινητήριος δύναμη για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Βασικό πρόβλημα της κεντρικής τράπεζας είναι πως η ανάπτυξη στην ευρωζώνη αναμένεται ότι θα είναι χαμηλότερη από όσο είχε προβλεφθεί τους προηγούμενους μήνες. Με βάση τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της ΕΚΤ, η ανάπτυξη για φέτος και του χρόνου αναμένεται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,9% και σε 1,7% αντίστοιχα. Οι προηγούμενες προβλέψεις έκαναν λόγο για ανάπτυξη κατά 2% και 1,8% αντίστοιχα. Οσον αφορά τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ προβλέπει ότι φέτος θα φτάσει στην ευρωζώνη το 1,8% και του χρόνου το 1,6%.