«Ποιος μπορεί να παράσχει τις γνώσεις; Μόνο αυτός που εγγυάται ανιδιοτέλεια» ήταν μια από τις ηχηρές παρεμβάσεις κυβερνητικών, θεσμικών και εκπαιδευτικών παραγόντων κατά τη συζήτηση της αναθεώρησης του άρθρου 16 στη Βουλή. Με την ιδεοληψία στην εξουσία, οι προοπτικές της εκπαίδευσης είναι ζοφερές. Διαφορετική αντίληψη εκφράζει η αντιπολίτευση, δίνοντας υψηλή προτεραιότητα στην ποιότητα της παιδείας. Εξαγγέλλει ένα συγκροτημένο πρόγραμμα για σύγχρονο δημόσιο σχολείο, δημιουργία Προτύπων και Πειραματικών σε κάθε περιφερειακή ενότητα, γενικευμένη αξιολόγηση, ενίσχυση παιδικών σταθμών, προβλέψεις για παιδιά προσφύγων, σύνδεση επαγγελματικής εκπαίδευσης με αγορά εργασίας, καθορισμό αριθμού εισακτέων από τα ίδια τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα κ.λπ. Ολα αυτά συνιστούν ουσιαστικά βήματα προς την ανάταξη της ταλαιπωρημένης ελληνικής εκπαίδευσης, ως μοχλού για την ανάκαμψη της χώρας.
Σε ό,τι αφορά τα Πανεπιστήμια όμως, οι προτεινόμενες παρεμβάσεις είναι ανεπαρκείς. Υπάρχει βέβαια μια αποφασιστική επιλογή, η κατάργηση του ασύλου, με αυτεπάγγελτη επέμβαση των δημόσιων Αρχών για κάθε αξιόποινη πράξη. Θετικές είναι επίσης οι προτάσεις περί ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών και περί ίδρυσης μη κρατικών και ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Ωστόσο, κάποια ζωτικά θέματα δεν θίγονται αποφασιστικά, αν και συνιστούν, μαζί με την ανομία, βαρίδια καθοριστικά για την αποτελεσματική λειτουργία και ταχεία ανάπτυξη των ΑΕΙ.
Σήμερα, η διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων απαιτεί απίστευτες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Η υπόσχεση «απλοποίησης του πλαισίου λειτουργίας» δεν αρκεί, χρειάζεται ρητή δέσμευση ότι θα βρεθεί νόμιμος τρόπος διαχείρισης εκτός Δημόσιου Λογιστικού. Είναι απαράδεκτο να υφίσταται ανούσια χρονοβόρα ταλαιπωρία όποιος πανεπιστημιακός έχει την ικανότητα να αξιοποιεί εξωτερικές χρηματοδοτήσεις για να υποστηρίξει ερευνητικές δραστηριότητες, να πληρώσει υποψήφιους διδάκτορες, να συμπληρώσει τον μισθό του με ερευνητική αμοιβή, να αγοράσει όργανα, να ταξιδέψει σε συνέδρια κ.λπ. Η πολιτεία οφείλει να βρει ριζική λύση, εξάλλου στο παρελθόν και για περισσότερα από τριάντα χρόνια, η οικονομική διαχείριση των ερευνητικών κονδυλίων από τα Πανεπιστήμια γινόταν γρήγορα και αποτελεσματικά.
Ο θεσμός εκλογής των πρυτανικών Αρχών από καθηγητές – ψηφοφόρους, στους οποίους μάλιστα κατά καιρούς είχαν συμπεριληφθεί φοιτητές και διοικητικοί, είναι ένα από τα κυριότερα αίτια κακοδαιμονίας των Πανεπιστημίων. Η υπόσχεση «επαναφοράς του Συμβουλίου Ιδρύματος και αναμόρφωσης της λειτουργίας του» είναι άτολμη. Χρειάζονται Συμβούλια με εκτεταμένες αρμοδιότητες, αποτελούμενα από ακαδημαϊκούς κύρους, αλλά και αξιόλογους εκπροσώπους της ελληνικής και διεθνούς κοινωνίας, εκλεγόμενα κατά τρόπο συμβατό με την αρχή της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων. Τα Συμβούλια θα διορίζουν πρυτανικές Αρχές ικανές για διαχείριση των ιδρυμάτων.
Το προτεινόμενο πρόγραμμα κηρύσσει την παιδεία ως τη μεγαλύτερη επένδυση για τη χώρα. Διατρέχει όμως κίνδυνο αποτυχίας, αν δεν τηρήσει αποστάσεις από εκπαιδευτικές συντεχνίες ή τη συνδικαλιστική λογική διαφόρων ομάδων πίεσης, όπως έχει καταλήξει να είναι ακόμα και η Σύνοδος Πρυτάνεων. Η εκπαιδευτική πολιτική έχει ταλαιπωρηθεί επί χρόνια από την ψευδαίσθηση ότι το δημόσιο αγαθό, ήτοι η πρόοδος των Δημοτικών Σχολείων, Γυμνασίων, Τεχνικών Σχολών ή Πανεπιστημίων ταυτίζεται με τα στενά συμφέροντα των εργαζομένων σε αυτά.
Ο Κίμων Χατζημπίρος είναι καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο