Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην κυβέρνηση είναι το θράσος.
Χρειάζεται θράσος να διαμαρτύρεται ο Τσίπρας επειδή τον αποκαλούν (αν τον αποκαλούν…) «προδότη» και «μειοδότη» όταν ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει «προδότη» τον Παπανδρέου και «παιδί της Siemens» τον Μητσοτάκη.
Χρειάζεται θράσος να παραπονιέται ο ΣΥΡΙΖΑ για «αντισυγκεντρώσεις» όταν είχε κάνει καριέρα με αντισυγκεντρώσεις την περίοδο 2011 – 2014 κι όταν ο πρόεδρός του απειλούσε τους άλλους ότι «δεν θα μπορούν να βγουν από τα σπίτια τους».
Χρειάζεται θράσος να κατηγορεί τον Μητσοτάκη για «διχαστική ομιλία» ο Τσακαλώτος που εκλέχτηκε με τα συνθήματα «ή αυτοί ή εμείς» και «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».
Είναι σαν να διαμαρτύρεται ο Μπιν Λάντεν για την εξάπλωση της θρησκευτικής βίας.
Ανέφερα μόνο μερικά παραδείγματα – θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο…
Γιατί λοιπόν διαμαρτύρεται ο Πρωθυπουργός όταν εισπράττει τα επίχειρα της δικής του συνεισφοράς στην πολιτική αντιπαράθεση;
Από πού προκύπτει ότι οι αντίπαλοί του οφείλουν να του φερθούν πιο ευγενικά και περισσότερο πολιτισμένα από όσο τους φέρθηκε εκείνος;
Ποιος αποφάσισε ότι τον δημόσιο λόγο θα εξουσιάζει όποιος βγάζει γλώσσα με μεγαλύτερη θρασύτητα;
Μια χαρά γλωσσίτσα έχουν κι οι άλλοι!
Υποθέτω ότι στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν καλομάθει να τσαμπουκαλεύονται χωρίς αντίλογο. Να μιλούν για απατεώνες, διαπλοκές, διαφθορές, πουλημένους κ.λπ. χωρίς να ανοίγει ρουθούνι. Να κουνάνε το δάχτυλο.
Και κυρίως να θεωρούν ότι οι άλλοι τούς χρωστάνε επειδή «χρεοκόπησαν τη χώρα». Πόνταραν στην έμφυτη δειλία των φιλήσυχων και στην ενοχικότητα των καλοζωισμένων.
Αλλά άλλαξαν τα κόζια. Η κυβέρνηση τώρα βρίσκεται από κάτω. Η αντιπολίτευση απαλλάχτηκε από ενοχές και σήκωσε το γάντι στο ίδιο ρεπερτόριο. Ο Μητσοτάκης ανταποδίδει τα ίσα χωρίς ενδοιασμούς.
Καλώς Ή κακώς το πάρτι τελείωσε. Ο Τσίπρας ακούει πλέον όσα έσουρε. Ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται ό,τι υπέστησαν κι οι άλλοι από εκείνον.
Κλέφτες οι μεν; Προδότες οι δε. Εως ότου αποδειχτούν και κλέφτες.
Φυσικά ένας διχασμός δεν είναι ευχάριστο άθλημα στη ζωή μιας χώρας. Αλλά δυστυχώς όταν αρχίζει, δεν υπάρχει σφύριγμα λήξης. Κι ούτε λήγει όταν δεν βολεύει πια εκείνους που τον ξεκίνησαν.
Τώρα λοιπόν ζούμε απλώς το δεύτερο ημίχρονο.
Ακούω από διάφορες ευγενικές φωνές ότι «αυτά δεν είναι σωστά πράγματα», ότι «πρέπει να πέσουν οι τόνοι» και «να βάλουν νερό στο κρασί τους». Συστήνουν καλούς τρόπους και μεγάλη καρδιά.
Εχουν απόλυτο δίκιο. Είμαι βέβαιος πως σε κάποια επιστημονική ημερίδα θα συζητήσουμε διεξοδικά τι πρέπει να γίνει.
Μετά τις εκλογές.