Το λένε Living Coral και είναι το χρώμα του 2019. Αυτό δηλαδή που διάλεξε, όπως κάθε χρόνο, η Pantone. Ε, και λοιπόν; Θα τρέξουμε όλοι και όλες να βάλουμε κοραλλί πινελιές στα ρούχα, τα αξεσουάρ, το μακιγιάζ, τη διακόσμηση του σπιτιού μας; Ή θα περιοριστούμε σε μια καινούργια κοραλλί μολυβοθήκη για το γραφείο; Μήπως και το 2018 που ήταν η χρονιά του ultra violet, τα βάψαμε μοβ; Αναγνωρίζω πλήρως την ανάγκη του μάρκετινγκ (μέσα από το οποίο επιβιώνει το εμπόριο) να εφευρίσκει και να επιβάλλει τάσεις και μηνύματα, αλλά νομίζω ότι η σχέση μας με τα χρώματα είναι πολύ πιο προσωπική και ακόμη πιο σημαντική απ’ όσο πιστεύουμε. Και κυρίως, μεγαλύτερης διάρκειας. Θα έλεγα, σχέση ζωής.
Τα αγαπημένα μας χρώματα άντε να αλλάξουν δυο – τρεις φορές στη ζωή μας. Από τα εκτυφλωτικά των παιδικών μας χρόνων, στις πιο λεπτές αποχρώσεις που εκτιμάμε μεγαλώνοντας. Εξάλλου η αναγνώριση του χρώματος γίνεται κυρίως με τα μάτια της φαντασίας μας. Οταν για παράδειγμα ακούμε «κίτρινο», άλλος τόνος έρχεται στο μυαλό του καθενός. Από τον πολύ απαλό της ώχρας μέχρι το πολύ έντονο του κρόκου του αβγού. Ο οποίος, αλήθεια, είναι κίτρινος ή πορτοκαλί; Και τα, περίφημα πια, κίτρινα γιλέκα είναι κίτρινα ή λάιμ;
Βεβαίως, τα χρώματα έχουν να κάνουν και με τις εποχές. Ως προς τις χρωστικές αποδόσεις τους αλλά και τις ονομασίες τους. Για παράδειγμα, έτυχε πρόσφατα να διαβάσω μια επιστολή γνωστού Αθηναίου που περιέγραφε, τη δεκαετία του 1950, το φόρεμα μιας κυρίας στο οποίο συνδύαζε το φρεζ με το ορ αντίκ. Μεγάλωσα μέσα στη απόλυτη μόδα του σάπιου μήλου και πέρασα την εφηβεία μου στη φρενίτιδα του κεραμιδί. Οι φίλες της μητέρας μου στη Σύρο μιλούσαν για ένα κραγιόν σε χρώμα «αίμα βοδιού». Ενώ στο κραγιόν που, κατά τύχη, υπάρχει αυτή τη στιγμή στο γραφείο μου γράφει ως χρωματική ένδειξη «Στέγες της Σιένας». Και τα νύχια μου τα βάφω συνήθως «Μπουντουάρ».