Η υπόθεση του Μανώλη Πετσίτη είναι συναρπαστική. Τουλάχιστον, ως προς τον ίδιο και την πορεία της ζωής του. Από απλός σερβιτόρος σε μια από τις συμπαθέστερες γειτονιές της Αθήνας, μυστικοσύμβουλος στα υπόγεια του Μαξίμου και στέλεχος εξαιρετικά μεγάλων, πλην αμαρτωλών, συμφερόντων. Απ’ τα υπόγεια το έσκασε για να ανέβει στο ισόγειο του Μαξίμου. Τουλάχιστον μία φορά. Και να φωτογραφιστεί, με παραληρηματική αυτοπεποίθηση, στο ίδιο μέρος απ’ όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός δίνει συνεντεύξεις ή απαγγέλλει τα διαγγέλματά του. Αλλοτε σοβαρά, πιο συχνά, όμως, σοβαροφανή και ασήμαντα. Στέλεχος ο ίδιος και συνομιλητής συμφερόντων που βρίσκονται, εδώ και πολλά χρόνια, σε σκληρή αντιδικία με το Δημόσιο. Και με τη Δικαιοσύνη. Ειδικά την ποινική.
Προφανώς, τα δημοσιεύματα είναι καταιγιστικά. Η αμηχανία της κυβέρνησης και των εμπλεκόμενων κορυφαίων υπουργών της είναι ολοφάνερη. Οι αντιδράσεις τους διαφέρουν από μέρα σε μέρα. Με την πρώτη αποκάλυψη προσπάθησαν να γελοιοποιήσουν το περιεχόμενο των αποκαλύψεων. Δεν αρνήθηκαν, όμως, ρητά τον πυρήνα του περιεχομένου των εσωτερικών τους σχέσεων. Μάλλον τον επιβεβαίωσαν. Αντιθέτως, μόλις χθες, ισχυρίστηκαν κάτι εντελώς καινούργιο. Δεν έχουν καμιά σχέση μαζί του από το 2015 και μετά. Φαίνεται πως και εκείνοι επιχειρούν βεβιασμένα και καθυστερημένα να κρατήσουν κάποιες αποστάσεις. Μάλλον ανεπιτυχώς. Προφανώς, δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τα υπάρχοντα ενοχοποιητικά στοιχεία, γραπτά και άλλα. Και τη δυνατότητα του δημοσιογραφικού καλάμου να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά. Τη μάχη τη δίνει ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας. Και έπονται οι πολιτικοί.
Η δημοσιογραφική έρευνα έχει τα όριά της. Στηρίζεται, αποκλειστικά σχεδόν, σε όσα στοιχεία της προσφέρονται εθελοντικά. Δεν μπορεί να ψάξει τους λογαριασμούς του Πετσίτη. Δεν μπορεί να ξεπεράσει τα εικονικά, ενδεχομένως, τιμολόγια με τα οποία καλύπτονται τα τερατώδη έσοδα ενός πρώην σερβιτόρου άνευ ουσιαστικών και τυπικών προσόντων. Πολύ δύσκολα θα καταφέρει να ανοίξει τα στόματα δυστροπούντων μαρτύρων. Είναι θεσμικά αδύνατο να ακολουθήσει τα ίχνη του πιθανά βρώμικου χρήματος. Ούτε να ξεμπροστιάσει τον δράστη της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας.
Σε ποιον εναπόκειται η σχετική πρωτοβουλία σύμφωνα με το Σύνταγμά μας και τον νομικό μας πολιτισμό; Η απάντηση είναι απλή. Χωρίς αστερίσκους. Στη Δικαιοσύνη! Και στην παρούσα φάση, στην Εισαγγελική Αρχή.
Χωρίς αιτία; Χωρίς αφορμή; Χωρίς επαρκείς ενδείξεις; Οχι! Περίτρανα όχι! Τα γεγονότα, τα γνωστά μέχρι σήμερα, περιγράφουν ανάγλυφα τους πολύ πιθανούς χώρους εγκληματικής δραστηριότητας. Υπάρχει επαρκές εμμάρτυρο υλικό, που αναδεικνύει τον διπλό ρόλο του Πετσίτη. Ως ουσιαστικού εκπροσώπου του Μεγάρου Μαξίμου και παράλληλα ως στελέχους και διεκπεραιωτή ένοχων, ενώπιον της Δικαιοσύνης, ιδιωτικών συμφερόντων. Να το διατυπώσουμε ωμά. Η Εισαγγελία πρέπει να ενεργήσει όσα δεν επιτρέπονται στον δημοσιογράφο. Στο πλαίσιο αποκλειστικά των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων της. Εχει να πάρει πολλές δικονομικές πρωτοβουλίες. Τις πιο πολλές τις έχουμε ήδη υπαινιχθεί. Ασφαλώς στη φαρέτρα της Εισαγγελίας και της Ανάκρισης υπάρχουν πολύ περισσότερες.
Μέχρι σήμερα τηρούν τον άγραφο κανόνα των τελευταίων ετών μιας ανεξήγητης, για ανεξάρτητο θεσμό, σιωπής. Δεν διστάζουμε να επαινέσουμε την ευαισθησία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου με αφορμή και αιτία την κακοποίηση κρατούμενου, έστω και αν αυτός κατηγορείται για ειδεχθές και φρικιαστικό έγκλημα. Ούτε να παραλείψουμε τον έπαινο των σχετικών πρωτοβουλιών για εγκλήματα με ανήλικα θύματα. Η παρατεταμένη, όμως, σιωπή και αδράνεια έναντι σειράς φαινομένων τυχοδιωκτισμού και αλαζονείας κυβερνητικών στελεχών δεν ωφελεί κανέναν. Ούτε τους θεσμούς. Ούτε τη Δημοκρατία. Ούτε και τους ίδιους τους δράστες. Τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Ο Αντώνης Ν. Βγόντζας είναι νομικός