Ο δημόσιος πολιτικός διάλογος στην πατρίδα μας διένυσε μιαν αξιοσημείωτα μεγάλη απόσταση έως ότου φθάσει στο σημερινό του κατάντημα. Εάν θελήσουμε να περιορίσουμε την επισκόπησή μας στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια, όσα και τα χρόνια του Πρωθυπουργού μας – η λεγόμενη «μεταπολιτευτική περίοδος» – θα πρέπει ευθύς εξαρχής να παραδεχτούμε ότι η δικτατορία δεν άφησε στη δημοκρατία καμία σπουδαία κληρονομιά. Οι νεότεροι, που γνωρίζουν την τηλεόραση της δικτατορίας μονάχα από αφηγήσεις παλαιοτέρων, θα έμεναν πιθανόν έκπληκτοι εάν επιβιβάζονταν στη Μηχανή του Χρόνου και διαπίστωναν πόσο σκανδαλωδώς «έμοιαζε» η τηλεόραση των Συνταγματαρχών με τη σημερινή – και δεν εννοώ, φυσικά, από τεχνολογική άποψη, αλλά επί της ουσίας.
Ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης, ένας από τους σπουδαιότερους «αξονικούς τομογράφους» της σύγχρονης Ελλάδας, μας έχει αφήσει ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο για τη χουντική τηλεόραση, παραπλανητικά μυθοπλαστικό, καθότι αποτυπώνει με σπαρταριστή αυθεντικότητα τη δική του στρατιωτική θητεία στην τότε αρτιγέννητη Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ): την κωμωδία «Λούφα και Παραλλαγή», γυρισμένη δέκα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν οι αναμνήσεις από την Επταετία είναι ακόμη νωπές, αλλά διαστρεβλώνονται σε μεγάλο βαθμό, όταν δεν εκμηδενίζονται πλήρως, από την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα. Το 1984, με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στα ντουζένια του και την ακατάσχετη «πολιτικολογία» εκτοξευμένη στη στρατόσφαιρα, χρειάζεται οξύ αισθητήριο και θάρρος στα όρια του θράσους – δυο αρετές που ποτέ δεν έλειψαν από τον Περάκη – για να πας κόντρα στο ρεύμα των στερεοτύπων και να δηλώσεις με την ταινία σου κάτι για την εποχή σχεδόν αδιανόητο: η χουντική τηλεόραση ήταν δευτερευόντως ένα κρατικό μονοπώλιο παραγωγής εθνικοφροσύνης και αντικομουνισμού· πρωτίστως ήταν μια ακάματη κουνέλα παραγωγής σαχλαμάρας.
Περίπου τον ίδιο καιρό που προβαλλόταν η «Λούφα και Παραλλαγή» στις κινηματογραφικές αίθουσες – για την ακρίβεια, ενάμιση χρόνο αργότερα – είχα την ανέλπιστη τύχη, στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού μου πάρεργου, να συναντήσω τον αείμνηστο Παναγιώτη Λαμπρία, ευρωβουλευτή τότε και ανεξάντλητο θησαυρό πληροφοριών για την πρώιμη μεταδικτατορική περίοδο, που τις άντλησε από πρώτο χέρι, ως υφυπουργός Τύπου των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πολλές από αυτές τις πληροφορίες τις μετέφερε στα βιβλία του (δύο από τα πλέον απολαυστικά, «Στη σκιά ενός μεγάλου» και «Καραμανλής ο φίλος», επανακυκλοφόρησαν το 2015, συστεγασμένα στον ίδιο τόμο, από τις εκδόσεις Ποταμός), αλλά ένα τουλάχιστον από τα ανέκδοτα περιστατικά που μου αφηγήθηκε αποδίδει παραστατικά την ιδιόμορφη «σχέση» των παλαιών πολιτικών με τους κατ’ εξοχήν διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Οι δημοσιογράφοι εκείνων των ημερών, κατά τον Λαμπρία, ήταν υποχρεωμένοι να καταθέτουν γραπτώς τις ερωτήσεις τους ημέρες ή και βδομάδες πριν από τη συνέντευξη – κατά συνέπεια ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του είχαν άπλετο χρόνο να διαγράψουν όσες ερωτήσεις δεν ήταν απολύτως της αρεσκείας τους, καθώς και να ετοιμάσουν εξίσου άνετα τις γραπτές απαντήσεις στις υπόλοιπες. Σε μια ανάλογη περίπτωση τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δίχως καθόλου να βιάζεται, φόρεσε τα πρεσβυωπικά του γυαλιά και, με τη βαριά σερραίικη προφορά του, άρχισε να διαβάζει από το δακτυλόγραφο μπροστά του: «Με αιφνιδιάζει η ερώτησή σας…».
Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι από τότε. Οσο η δημοκρατία εμπεδωνόταν στον τόπο, τόσο και οι δημοσιογράφοι αισθάνονταν πιο σίγουροι για τον εαυτό τους, πρόθυμοι πια, όχι μονάχα να μη δίνουν εκ των προτέρων τις ερωτήσεις τους προς έγκριση, αλλά και να τολμούν να «ενοχλήσουν» τους πολιτικούς με δυσάρεστες απορίες, σχεδόν βέβαιοι ότι η «αδιακρισία» τους δεν θα έχει περαιτέρω ανεπιθύμητες συνέπειες για τη σταδιοδρομία τους. Εκεί, προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μέχρι τα τέλη της, η σχέση δημοσιογράφου και πολιτικού άγγιξε το ιδεατό· στις πιο ευτυχείς της στιγμές ήταν μια ισότιμη σχέση αμοιβαίου σεβασμού ανάμεσα σ’ εκείνον που έθετε ανεμπόδιστα τις ερωτήσεις και σ’ εκείνον που όφειλε να δώσει απερίφραστα τις απαντήσεις, όπως θα έπρεπε – σε μια ιδανική δημοκρατία δυτικού τύπου – να είναι η σχέση ανάμεσα στον πολίτη και στον πολιτικό. Μονάχα που αυτή η εύθραυστη ισορροπία δεν έμελλε να διατηρηθεί. Την εποχή που έδειχνε ότι είχε εδραιωθεί, ένα νέο τηλεοπτικό τσουνάμι ήρθε και τη σάρωσε. Τίποτε δεν θα ήταν πλέον όμοιο με το παρελθόν.
Η ιδιωτική τηλεόραση έδειξε από νωρίς τα δόντια της. Αντιλαμβανόταν τον πολιτικό διάλογο με όρους ρωμαϊκής αρένας. Η σταθερή αναλογία ανάμεσα στον παρουσιαστή και στον καλεσμένο – ένας προς έναν, άντε βία ένας προς δύο παραβιάστηκε βάναυσα προς όφελος του πρώτου και εις βάρος του δεύτερου, αλλά, φευ, εις βάρος κυρίως του ίδιου του διαλόγου. Πέντε ή έξι καλεσμένοι στο πάνελ, σχεδόν άλλοι τόσοι στα «παράθυρα» κι ένα πολλαπλάσιο κοινό στις κερκίδες με δικαίωμα παρέμβασης, έδινε την εντύπωση μιας χάβρας όπου δεν ακούγονταν παρά τα σφυρίγματα του παρουσιαστή/ διαιτητή που, εν είδει αυτοσχέδιου παιδονόμου προσπαθούσε από καιρού εις καιρόν να επαναφέρει την τάξη, μέχρις ότου του σφυρίξουν κι εκείνου στο αφτί από το «κοντρόλ» ότι δεν χρειάζεται να χολοσκάει και τόσο πολύ για την καταστολή της βαβούρας, μεγαλύτερη τηλεθέαση καταγράφουν τα μηχανάκια της AGB όταν αφήνει την κουβέντα να «αυτορυθμιστεί» – τουτέστιν, καθόλου να μη ρυθμιστεί, το χάος να επικρατήσει… Κάτω από ανάλογες συνθήκες, φυσικό ήταν να κερδίζει σταθερά το τρόπαιο όποιος ούρλιαζε πιο δυνατά και διέκοπτε χωρίς αναστολές συχνότερα τον συνομιλητή του. «Δεν πιστεύω αυτό που βλέπω και ακούω» είπα προ ετών, μια προεκλογική βραδιά, στον Παύλο Τσίμα. «Δεν έχεις καταλάβει τίποτε», μου απάντησε εκείνος· «ο Ελληνας είναι Ανατολίτης χωρίς φόβο. Εχει όλα τα κουσούρια του Ανατολίτη όταν συζητάει πολιτικά, δίχως καν τον φόβο ότι τον περιμένει έξω από το πλατό η μυστική αστυνομία».
Το κερασάκι ήταν το Infotainment. Ενημέρωση (Information) και Ψυχαγωγία (Entertainment) στο ίδιο κουτί με τα σοκολατάκια. Οι μεγάλοι εγκέφαλοι των ιδιωτικών καναλιών, έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες εκπαίδευσης των τηλεθεατών στη βαβούρα, ανακάλυψαν περιδεείς ως άλλοι δόκτορες Φρανκενστάιν ότι το Τέρας που δημιούργησαν βαριόταν θανάσιμα τις πολιτικές συζητήσεις, βαριόταν θανάσιμα οτιδήποτε, πέρα από ανοησίες και κουτσομπολιά, τα μοναδικά «θέματα» που μπορούσε ακόμη να παρακολουθήσει έχοντας εκχωρήσει (οριστικά;) τις πνευματικές του δυνατότητες, καθώς και την ικανότητά του να συγκεντρώνεται, και κερδίζοντας ως αντάλλαγμα ένα «διαρκείας» στη σαχλαμπούχλα. Το να μετακομίσει αυτή η μωρία από τα τηλεοπτικά κατινοδικεία στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου – όπως παρακολουθήσαμε εμβρόντητοι προ ημερών – ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Η δικτατορία, ως πρώτη διδάξασα τη μαζική σαχλαμάρα, έπαιρνε από τη δημοκρατία τη ζοφερή της εκδίκηση, έστω και με μισόν αιώνα καθυστέρηση.