Ενα από τα ευάριθμα επιτεύγματα για τα οποία δικαίως καυχιόταν η Σοβιετική Ενωση ήταν το πολιτιστικό επίπεδο, η καλλιέργεια των πολιτών της. Μπορεί τα καταναλωτικά αγαθά να βρίσκονταν μονίμως σε έλλειψη, η κλασική όμως μουσική, η ποίηση, οι καλές τέχνες, είχαν γίνει κτήμα του λαού. Τα θέατρα ήταν κατάμεστα. Στις βιβλιοθήκες σχηματίζονταν ουρές. Τα μαθητούδια του δημοτικού μπορούσαν να σου απαγγείλουν στίχους του Πούσκιν. Οι βιομηχανικοί εργάτες ήξεραν τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι όχι εξ ακοής – όχι για να λύνουν σταυρόλεξα – μα επειδή τους είχαν διαβάσει. Ακόμα και η αντίσταση στο καθεστώς γινόταν εν πολλοίς μέσα από τη λογοτεχνία. Το «1984» του Οργουελ, ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Παστερνάκ, ο «Μετρ και η Μαργαρίτα» του ιδιοφυούς Μπουλγκάκοφ κυκλοφορούσαν παράνομα – χέρι με χέρι – άνοιγαν τα μυαλά, ζέσταιναν τις καρδιές των αναγνωστών.
Δικαίως θα περίμενε λοιπόν κανείς πως την κατάρρευση της δεσποτείας που την αποκαλούσαν «σοσιαλιστικό παράδεισο» θα ακολουθούσε μια πρωτοφανής άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών. Μια τόσο μορφωμένη κοινωνία, απελευθερωμένη πλέον από τη σιδηρά γροθιά του Κόμματος, θα παρήγε και θα απολάμβανε αριστουργήματα.
Αλίμονο! Με το που άρχισαν να λειώνουν επί Γκορμπατσόφ οι πάγοι, ο κόσμος από αντίδραση στράφηκε μαζικά, αποθεωτικά, προς τα πιο τετριμμένα προϊόντα του καπιταλισμού. Πλήθη ξεροστάλιαζαν έξω από την πρώτη πιτσαρία που άνοιξε στη Μόσχα. Οικογένειες πλήρωναν για να φωτογραφιστούν μπροστά σε ένα τεράστιο πλαστικό ομοίωμα φιάλης Κόκα-Κόλας, το οποίο είχε στηθεί καταμεσής της Αρμπάτ, της εναλλακτικής – το πάλαι – γειτονιάς…
Τη συνέχεια την ξέρετε. Η βουλιμία, η ξιπασιά, το άθλιο γούστο των ολιγαρχών σάρωσαν τα πάντα. Τα αγόρια ονειρεύονταν να τους μοιάσουν, να γίνουν τουλάχιστον μπράβοι τους. Τα κορίτσια να σταδιοδρομήσουν ως βίζιτες πολυτελείας. Τα εγγόνια του Αϊζενστάιν, τα παιδιά του Ταρκόφσκι δεν γοητεύθηκαν από τον Λαρς φον Τρίερ, από τον Ταραντίνο έστω. Εβλεπαν φανατικά σαπουνόπερες και έπαιζαν μέχρις αποβλάκωσης βιντεογκέιμς.
Υπενθύμισα την παραπάνω μελαγχολική ιστορία σε μια φίλη μου, η οποία είχε ξεσπαθώσει. «Τα ιδιωτικά κανάλια», μου έλεγε, «προβάλλουν πια σχεδόν μόνο σκουπίδια! Τα πιο φθηνά, τα πιο χυδαία θεάματα και ακροάματα κόβουν τα περισσότερα εισιτήρια! Στα δε βιβλιοπωλεία πύργοι υψώνονται τα ρομάντζα που γράφουν διάφορες ψιμυθιωμένες κυράτσες, τα τυπώνουν οι εκδότες σε πενήντα και σε εκατό χιλιάδες αντίτυπα και θησαυρίζουν! Η περιρρέουσα ανοησία προκαλεί πλέον ασφυξία!».
Της έδωσα δίκιο. Ζούμε από πολλές απόψεις στην εποχή των τεράτων. Ο δημόσιος χώρος μάς πάει από το φτηνό στο φτηνότερο. Ο κόσμος στην Ελλάδα τείνει να εθιστεί στην ασημαντολογία, στη συναισθηματική διάρροια, σε κουτσαβάκια και σε κλόουν που ναρκισσεύονται στα πάνελ και στο βήμα της Βουλής. Σε κάμερες που παραβιάζουν χάριν τηλεθέασης και το ύστατο ψήγμα ιδιωτικότητας. Που κατακουρελιάζουν τη στοιχειώδη ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Οποιος προέβαλε τις εικόνες από την ανάσυρση του δολοφονημένου κοριτσιού μέσα απ’ τα κύματα στη Ρόδο θα έπρεπε κανονικά να πνιγεί μες στην ντροπή του. Το βίντεο από τις φυλακές με τον ξυλοδαρμό τού ενός συλληφθέντος, ομοίως… Τι μπορούμε ωστόσο να κάνουμε;
«Τι να κάνουμε;» εξερράγη η φίλη μου. «Να μπει φραγμός! Κανόνες! Απαγορεύσεις επί ποινή!».
Γέλασα πικρά. «Στην εποχή του Διαδικτύου, κανένας – ευτυχώς ή δυστυχώς – δεν έχει την εξουσία να απαγορεύσει τίποτα. Ο,τι διεγείρει την αδηφάγα περιέργεια ή τα ταπεινότερα ένστικτα βρίσκει τον δρόμο προς το κοινό. Θα το κόψεις από την τηλεόραση; Θα αναρτηθεί σε κάποιον λαθρόβιο ιστότοπο. Και επειδή ακριβώς θα είναι λογοκριμένο, θα το δουν ακόμα περισσότερα μάτια…
Οσο δε για τις χθαμαλού επιπέδου παραστάσεις, για τα φτηνά αισθηματογραφήματα που γίνονται μπεστ-σέλερ, μαστιγώνοντάς τα χάνεις τον καιρό σου. Εκείνοι που μοιράζονται τη δική σου αισθητική, θα συμφωνήσουν βεβαίως και θα εξακολουθήσουν να τα αποφεύγουν. Στους άλλους όμως – τους περισσότερους – που τα καταναλώνουν με ενθουσιασμό θα φανείς ξινή και γραφική. Σαν παλιά δασκάλα με κότσο και με πατομπούκαλα μυωπίας».
«Να βουλιάξουμε συνεπώς στα σκατά!»
«Αντιθέτως. Να πιστέψουμε στη δύναμη του καλού και του ωραίου. Ο κόσμος δεν προχωράει ούτε με αναθέματα ούτε με κηρύγματα χρηστομάθειας. Οποτε η οποιαδήποτε εξουσία αποπειράθηκε να ανεβάσει το επίπεδο της κοινωνίας παριστάνοντας τον τροχονόμο του πολιτισμού, απέτυχε οικτρά.
Απεχθάνεσαι τα τραγούδια που είναι σήμερα στη μόδα; Πρόβαλε – από τη σελίδα σου έστω στο Facebook – το δικό σου μουσικό γούστο. Ρίξε το μπουκαλάκι με το μήνυμά σου στην απέραντη θάλασσα, κάποιος θα το ψαρέψει. Κάποιον θα ωφελήσεις. Στην υψηλή τέχνη καθένας φτάνει από το δικό του μονοπάτι. Ακολουθώντας τη δικιά του υπόγεια διαδρομή.
Ενας λησμονημένος σήμερα λογοτέχνης (“λογοτέχνες” αυτοαποκαλούνται συνήθως οι κακοί συγγραφείς) κοκορευόταν στον Καραγάτση ότι ένα διήγημά του είχε μπει σε σχολικό ανθολόγιο. “Θα με διαβάσουν τριακόσιες χιλιάδες γυμνασιόπαιδες!” Ο Καραγάτσης σήκωσε τους ώμους. “Εμένα θα με διαβάσουν πολύ λιγότεροι. Θα με έχουν όμως αγοράσει με το χαρτζιλίκι τους, κρυφά από τους γονείς και τους δασκάλους τους”…».