Είναι πολλοί εκείνοι που τον θεωρούν ως έναν από τους γεννήτορες της βιντεοτέχνης. Εκείνος πάλι κρατά αποστάσεις από τις ετικέτες. Ισως επειδή δεν τις χρειάζεται. Διότι δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος ότι όσο διακριτική είναι η παρουσία του – τις προάλλες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δύσκολα τον εντόπιζες με το τισέρτ κι ένα ανοιχτό πουκάμισο – τόσο καταφέρνει να κλέβει την παράσταση. Στόχο που πέτυχε και αυτή τη φορά, στην έκθεση «Μετά τη Βαβέλ», το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Η άγραφη βιβλιοθήκη», την οποία επιμελείται η διευθύντρια του annexM, του κέντρου για τις εικαστικές τέχνες του Μεγάρου Μουσικής, Αννα Καφέτση.
Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος ότι μία από τις πιο δυνατές στιγμές της έκθεσης με τα 100 και πλέον έργα σημαντικών ελλήνων και ξένων αναγνωρισμένων δημιουργών είναι εκείνη που ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τους 17 εργάτες που μοιάζουν να βγαίνουν από τα έγκατα της γης – από την ανενεργή είσοδο που θα ένωνε το μετρό με το Μέγαρο – σε μια οθόνη μήκους 14 μ. Μια εμπειρία δυνατή όχι μόνο λόγω της αποκάλυψης ενός απρόσιτου ώς τώρα χώρου του κτιρίου, αλλά και του ίδιου του έργου που μοιάζει αν όχι να «απειλεί», τουλάχιστον να θέτει σε θέση άμυνας τον υποχρεωτικά μοναχικό (λόγω του περιορισμένου χώρου στο συγκεκριμένο σημείο) επισκέπτη.
Ο λόγος βεβαίως για τον 67χρονο Αμερικανό και βραβευμένο με τον Χρυσό Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας Γκάρι Χιλ, που έχει δει τη δουλειά του να εκτίθεται από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ώς το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι κι από την Αθήνα ώς το Τόκιο κι έχει θέσει κατά καιρούς ως πρωταγωνιστές στα έργα του από την τότε οκτάχρονη κόρη του – από την οποία ζήτησε να διαβάζει Βίτγκενσταϊν, έργο που είδαμε στο πρώτο μέρος της τριλογίας, το καλοκαίρι – μέχρι τον ίδιο τον Ζακ Ντεριντά. «Αν μου ζητούσατε να συστηθώ, θα έλεγα ότι είμαι περισσότερο γλύπτης παρά καλλιτέχνης που ασχολείται με τη βιντεοτέχνη. Θα με χαρακτήριζα εννοιολογικό καλλιτέχνη που ασχολείται με ζητήματα που αφορούν τη γλώσσα» λέει στα «Πρόσωπα», παρά το γεγονός ότι άφησε πίσω του νωρίς σχετικά τη γλυπτική διότι, όπως παραδέχεται, είναι υψηλό το κόστος των υλικών και δύσκολη η αποθήκευση των έργων. «Ο συνειρμός και μόνο ότι είμαι εκ των θεμελιωτών της βιντεοτέχνης μού προκαλεί αμηχανία. Στην αρχή υπήρχαν σαφείς προσδοκίες για το τι θα συμβεί με αυτή την τεχνολογία. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει και φαίνεται να πλησιάζει πολύ περισσότερο την εννοιολογική τέχνη. Εχουν δημιουργηθεί πολλές λάθος κατευθύνσεις, ίσως επειδή πλέον η κάμερα είναι ένα πολύ εύκολο και φτηνό μέσο κι έτσι μπορεί ο καθένας να γίνει καλλιτέχνης. Οχι όμως απαραιτήτως καλός καλλιτέχνης» συνεχίζει ο Γκάρι Χιλ, ο οποίος στα 13 του αναδείχθηκε πρωταθλητής του σκέιτμπορντ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εναν χρόνο αργότερα, εμφανίστηκε στη μικρού μήκους ταινία «Skatedater» που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και ήταν υποψήφια για Οσκαρ. Στα 15 του δοκίμασε για πρώτη φορά LSD και δέχτηκε την πρώτη του παραγγελία ως καλλιτέχνης από τον παραγωγό της ταινίας, που του ζητά να αγοράσει ένα από τα γλυπτά του. Τα 600 δολάρια που εισέπραξε από την πώληση του έργου του και το γεγονός ότι ο πατριός του τού έχτισε ένα μικρό εργαστήριο στο πίσω μέρος της αυλής τον βοήθησαν να διαλέξει τον δρόμο της τέχνης. Στα 18 του βρέθηκε από τη Σάντα Μόνικα, όπου μεγάλωσε, στη Νέα Υόρκη για σπουδές, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να πλύνει πιάτα για να τα βγάλει πέρα. Στα 22 του άρχισε να πειραματίζεται με την κάμερα κι έκτοτε η σχέση του μαζί της αποδείχθηκε μοιραία και είναι αυτή που τον καθιέρωσε στον κόσμο της τέχνης.
ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ. Εναν κόσμο από τον οποίο ο ίδιος θέλει να κρατά αποστάσεις. «Δεν έχω καμία σχέση μαζί του. Δεν βρίσκω κάτι ενδιαφέρον σε αυτόν. Αισθάνομαι ότι κάνω κάτι διαφορετικό, ότι μπορεί να μην κάνω καν τέχνη. Κάνω ό,τι κάνω και δεν με νοιάζει». Γεγονός που σημαίνει ότι αδιαφορεί για τις αρνητικές κριτικές; «Και οι κακές κριτικές με ενδιαφέρουν, και η γνώμη του κόσμου. Το γεγονός όμως ότι κάποιος έχει τη δύναμη να γράφει κριτική σε κάποιο μεγάλο Μέσο δεν σημαίνει αυτομάτως ότι έχει και δίκιο. Πάρτε για παράδειγμα το περιοδικό “Art Forum”. Το μισό είναι γεμάτο διαφημίσεις. Η γκαλερί πληρώνει μια σελίδα διαφήμιση και ο κριτικός γράφει κριτική για την έκθεση. Είναι γελοίο. Δεν μπορείς να το πάρεις στα σοβαρά. Ο πίνακας του Ντέιβιντ Χόκνι πωλήθηκε τις προάλλες προς 90,3 εκατ. δολάρια. Είναι τρέλα. Κανένας πίνακας στον κόσμο δεν πιστεύω ότι αξίζει αυτά τα χρήματα. Δεν έχει να κάνει με τον πίνακα, αλλά με το ότι κάποιος με πάρα πολλά χρήματα – και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι – ακούει εκείνους που τον συμβουλεύουν τι θα πρέπει να αγοράσει. Πολλοί είναι εκείνοι που αγοράζουν τέχνη, αλλά ελάχιστοι είναι όσοι ενδιαφέρονται γι’ αυτήν».
Στην Αθήνα έχει φέρει δύο έργα του. Εκτός από το «Viewer» παρουσιάζει και το «I Believe It Is an Image in Light of the Other», μια εγκατάσταση όπου πάνω σε σελίδες βιβλίων προβάλλονται αποσπάσματα από το έργο του Μορίς Μπλανσό «Ο τελευταίος άνθρωπος», μέλη του σώματός του και μια καρέκλα. Για ποιο λόγο όμως να φτάσει κάποιος ώς το Μέγαρο Μουσικής για να δει τα έργα του, όταν αυτά είναι προσβάσιμα μέσω του Διαδικτύου; «Η εμπειρία μπορεί να είναι διαφορετική διότι είναι διαφορετικό το πλαίσιο. Πας κάπου ειδικά για να δεις αυτό το έργο. Δεν είναι η ίδια αίσθηση με το να το δεις από το σπίτι. Προσωπικά, δεν έψαξα ποτέ στο YouΤube να βρω ενδιαφέροντα έργα. Ποτέ» σχολιάζει. Στον σχεδόν μισό αιώνα που δημιουργεί έργα με τη βοήθεια της τεχνολογίας, οι ραγδαίες εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα πώς επηρέασαν τη δουλειά του; «Δεν ασχολούμαι πλέον με τις τεχνολογικές αλλαγές. Χρησιμοποιώ το κινητό μου κατά κύριο λόγο διότι το έχω πάντα μαζί μου. Αν η ιδέα είναι καλή, δεν έχει σημασία το μέσο» καταλήγει.