Τέτοιες μέρες το 2007, στις 10 Δεκεμβρίου, ο Μουαμάρ ελ Καντάφι επισκέφθηκε επίσημα το Παρίσι. Τον συνόδευε μια συνοδεία καμιά τετρακοσαριά ανθρώπων.
Ο (τότε) πρόεδρος Σαρκοζί τον άφησε να στήσει τη θερμαινόμενη βεδουίνικη σκηνή του στο προαύλιο του παρισινού μεγάρου όπου φιλοξενούνται συνήθως οι ξένοι ηγέτες.
Φυσικά ο Καντάφι κατέλυσε στη σκηνή. Την επομένη φόρεσε την κελεμπία του κι επισκέφθηκε τον Σαρκοζί στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Σήμερα ο Σαρκοζί κατηγορείται ότι λίγους μήνες νωρίτερα ο Καντάφι είχε τσοντάρει πέντε εκατομμύρια ευρώ στην προεκλογική εκστρατεία του.
Το 2008 ο Καντάφι μετέφερε τη σκηνή στο Κίεβο, το 2009 στο Μανχάταν, ενδεχομένως και σε άλλα μέρη που μου διαφεύγουν.
Δεν θυμάμαι καμία δήλωσή του να εξηγεί γιατί περιφέρει τη σκηνή δεξιά κι αριστερά και δεν πάει σε ένα ξενοδοχείο όπως όλοι οι άνθρωποι.
Αντιθέτως, το 2018, ο έλληνας Πρωθυπουργός δήλωσε στη Ρωσία ότι «έχω καταφέρει να είμαι ο μοναδικός ευρωπαίος ηγέτης που έχω μπει στα πιο σημαντικά φόρα και στις πιο σημαντικές έδρες κυβερνήσεων (…) χωρίς γραβάτα. Συνεπώς νομίζω ότι αυτή είναι μια κατάκτηση».
Λυπάμαι αλλά αν αυτό θεωρείται κατάκτηση, τι να πει κι ο Καντάφι. Οχι μόνο πήγαινε παντού χωρίς γραβάτα αλλά κουβαλούσε και ένα τσαντίρι.
Ομολογώ ότι δεν περίμενα ποτέ πως ένας Πρωθυπουργός με ακαταπόνητη διεθνή δραστηριότητα θα καυχιόταν «για ένα πουκάμισο ανοιχτό, για μια γραβάτα…».
Νομίζω άλλωστε ότι την ίδια επιτυχία ή την ίδια υποδοχή θα είχε κι αν κυκλοφορούσε με φουστανέλα ή με μαγιό μπραζίλ.
Στα «σημαντικά φόρα» (που λέει κι ο ίδιος…) υπάρχει παραδοσιακά μια ανοχή στις εκκεντρικότητες. Ο Φιντέλ Κάστρο (1960) και ο «Τσε» Γκεβάρα (1964) εμφανίστηκαν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ντυμένοι «γκεριγέρος» ενώ αναρίθμητοι ηγέτες κυκλοφορούν στην υφήλιο με τις εθνικές ενδυμασίες τους χωρίς να το θεωρούν ιδιαίτερο επίτευγμα.
Να θυμίσω άλλωστε ότι πρώτος ο βασιλιάς Νικόλαος του Μαυροβουνίου εντυπωσίασε τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού (1918 – 1919) όταν εμφανίστηκε να διεκδικήσει τον θρόνο του με μια εντυπωσιακή φορεσιά βαλκάνιου κλέφτη κι αρματολού (ταυτοχρόνως…) – συν τα κουμπούρια που αναγκάστηκε να αφήσει στην είσοδο…
Το εντυπωσιακό λοιπόν στη δήλωση του Πρωθυπουργού δεν είναι ότι δεν φοράει γραβάτα. Αλλά ότι δεν φοράει γραβάτα «επί τούτου» – ένα είδος ανεπιτήδευτης επιτήδευσης που χαρακτηρίζει την πολιτική παρουσία του…
Την Πέμπτη υπήρξε ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου ότι «ο Μητσοτάκης είναι πλήρως απαξιωμένος στα μάτια των ευρωπαίων ηγετών» – διαπίστωση που θα είχε σημασία αν τη διατύπωναν οι ευρωπαίοι ηγέτες κι όχι το Μέγαρο Μαξίμου, για το οποίο ακόμη κι η συνεννόηση στα αγγλικά είναι μια μικρή δοκιμασία…
Αλλά όλο το κυβερνητικό στυλ στηρίζεται σε μια περιαυτολογία ή μια καυχησιολογία που αναγκαστικά συνοδεύεται από την ακαταπόνητη προσπάθεια απαξίωσης των άλλων. Διαφορετικά, δεν στέκει.
Είναι χαρακτηριστική η εκφορά λόγου του Πρωθυπουργού ακόμη και στα ελληνικά. Το ύφος.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρόεδρο Πούτιν, οι απαντήσεις του διακόπτονταν από συνεχή και στομφώδη «αααααα…» σαν να ψάχνει τις λέξεις του ή να τον βαραίνει η σπουδαιότητά τους.
Ενώ στη Βουλή το υψιτενές ύφος με το οποίο αγναντεύει το ταβάνι ίσως να παρέπεμπε σε Τσόρτσιλ, αν δεν περιείχε και ευδιάκριτα ψήγματα κουτσαβακισμού τύπου Μπαγιαντέρα, τα οποία αμφιβάλλω αν θα υιοθετούσε στην κοινοβουλευτική ρητορική του ο «Πατέρας της Νίκης».
Γενικώς ο Πρωθυπουργός έχει την αίσθηση και δίνει την αίσθηση ότι λέει πάντα κάτι σπουδαίο και σημαντικό, ακόμη κι όταν είναι καταφανές ότι δεν ξέρει για τι μιλάει.
Προ εβδομάδων σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση για την κατάσταση στα Πανεπιστήμια, διάβασε ένα σημείωμα (ενδεχομένως του Γαβρόγλου…) για την ανάπτυξη της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης δημιουργώντας την εντύπωση ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να το επαναλάβει με δικά του λόγια.
Ασφαλώς η σπουδαιοφάνεια δεν ξόδεψε ποτέ κανέναν, ιδίως στην πολιτική.
Υποψιάζομαι όμως ότι είναι κι αυτή σαν τη γραβάτα: άνευ σημασίας. Ενα περιττό στοιχείο μιας ανεπιτήδευτης επιτήδευσης.
Πράγμα που τελικά αδικεί και τον ίδιο. Ενα από τα ισχυρότερα στοιχεία της δημόσιας παρουσίας του είναι η αμεσότητα και η απλότητα του λόγου του ενώ, από την άλλη πλευρά, ουδείς τον έχει ποτέ γραδάρει για οικονομολόγο ή διεθνολόγο ή ειδικό σε ζητήματα εκπαίδευσης.
Ενα μέρος της παροιμιώδους αποτυχίας του σε διαπραγματεύσεις (είτε το 2015 στο Μνημόνιο είτε τώρα στο Μακεδονικό) οφείλεται και στην επιπόλαιη γνώση του αντικειμένου το οποίο διαπραγματεύεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Μακεδονικό μάλλον δεν ήξερε ή δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είναι το Ιλιντεν.
Αλλά κάθε άνθρωπος είναι ο χαρακτήρας του και, όπως έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν, «αν θέλεις να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου δώσ’ του εξουσία».
Τακτικοί συνομιλητές του Πρωθυπουργού μεταφέρουν τη διαρκή προσπάθειά του να διανθίσει τη συζήτηση με αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της διεθνούς σκηνής, ακόμη κι όταν η συζήτηση δεν τις δικαιολογεί.
Είναι η απειρία ενός ανθρώπου που ανέβηκε καταφανώς απροετοίμαστος στην εξουσία και θέλει να δείξει ότι έμαθε ή το άγχος ενός Πρωθυπουργού που θέλει να αποδείξει ότι δεν ανέβηκε άδικα στην εξουσία;
Στο ερώτημα δεν έχω απάντηση. Αλλά από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτώνται όλες οι αποφάσεις του Πρωθυπουργού το προσεχές διάστημα.
Είναι ένας άνθρωπος που ξέρει ότι (κατά πάσα πιθανότητα) θα χάσει. Που δεν ξέρει αν η ήττα αυτή θα του αφήνει περιθώρια επιστροφής. Και καλείται να διαμορφώσει τις συνθήκες μιας εκλογικής αναμέτρησης που θα ορίσει το μέλλον του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Που θα τον εγγράψει σε κάποια πολιτική διάρκεια. Ή που θα πιστοποιήσει πως όλα αυτά έγιναν απλώς «για ένα πουκάμισο ανοιχτό, για μια γραβάτα…».