Η μεταβολή έχει συντελεσθεί σχεδόν ανεπαίσθητα, αλλά αυτό δεν μειώνει καθόλου την κρισιμότητά της. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, η διάκριση των εξουσιών δεν παραπέμπει στην κλασική του Διαφωτισμού, αλλά έχει παρεκκλίνει. Δηλαδή, δεν έχουμε (μόνο) τρεις και συγκεκριμένα, τη νομοθετική, τη δικαστική και την εκτελεστική, καθώς, στην πράξη έχει προστεθεί και μια τέταρτη, η κυβερνητική. Η οποία τείνει να καταστεί η ισχυρότερη όλων, αφού διαχέεται – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – στις τρεις κλασικές, επηρεάζοντας τον τρόπο που λειτουργούν και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζουν – και ενεργούν.
Ξεκινώντας από την τελευταία, είναι κοινή παραδοχή ότι η δημόσια διοίκηση στη χώρα μας, εδώ και καιρό, άγεται και φέρεται με βάση τις κυβερνητικές βουλές. Δεν είναι κοινό μυστικό, αντιθέτως, είναι κοινή πρακτική. Και θεωρείται κάτι περίπου φυσιολογικό. Γι’ αυτό και η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα έχει εξοκείλει, είναι αναποτελεσματική και γι’ αυτό εν πολλοίς παρουσιάζει και την εικόνα που παρουσιάζει. Χωρίς υπερβολή, της διάλυσης, αφού οι κυβερνητικές αλλαγές (ακόμα και από υπουργό σε υπουργό) φέρνουν τα πάνω κάτω στον τρόπο που δρα και εκτελεί.
Το ίδιο ισχύει και με την πρώτη. Στη βάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει η εκάστοτε κυβέρνηση, νομοθετήματα ψηφίζονται σχεδόν αβλεπεί από τη Βουλή, τροπολογίες περνούν νύχτα με ό,τι αυτό σημαίνει για την ομαλή λειτουργία του συστήματος, ενώ επιτροπές αποφασίζουν στη βάση της πολιτικής σκοπιμότητας. Το χειρότερο; Κι αυτή η πρακτική θωρείται πλέον συνήθης και απολύτως φυσιολογική. Η έννοια της σύγκλισης, ακόμα και στα πιο προφανή, είναι σχεδόν εξωπραγματική.
Ωστόσο, το χειρότερο όλων είναι ότι ο παραπάνω «κανόνας» αρχίζει πλέον να βρίσκει εφαρμογή και στη δικαστική εξουσία. Τελευταία η εντύπωση αυτή γίνεται ολοένα και ισχυρότερη, προφανώς επειδή τα δείγματα πυκνώνουν. Κι αυτή ίσως είναι μια από τις πιο ανησυχητικές διαπιστώσεις που γίνονται για τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία στη χώρα μας. Αν η κυβερνητική εξουσία κατορθώσει να επιβληθεί και της δικαστικής, τότε το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο. Κι εν προκειμένω δεν χρειάζεται καμία ιδιαίτερη ανάλυση για να εξηγηθεί το γιατί.