Μετά τη δεκαετία του ’80 και τον επιζήμιο για την Ελλάδα αντιαμερικανισμό που τη σφράγισε, δύο άνθρωποι υπήρξαν τα πρόσωπα-κλειδιά για τη ζωτικής σημασίας ελληνική επανένταξη στο δυτικό πλαίσιο διεθνούς πολιτικής: ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς. Αυτά, μέχρι που το ζήτημα των Σκοπίων έκανε την εμφάνισή του. Τότε, ουσιαστικά ακριβώς για τα όρια και τη φύση αυτής της επανένταξης, η σύγκρουση που μεταξύ τους ακολούθησε υπήρξε σφοδρότατη.
Ο Σαμαράς απουσίαζε από το κρίσιμο υπουργικό συμβούλιο για το θέμα. Βρισκόταν ήδη στις Βρυξέλλες και ανέμενε τις οδηγίες της κυβέρνησης για τους χειρισμούς. Σε αυτό, δύο πρόσωπα έθεσαν οξύτατο ζήτημα: ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος για την κατασκευασμένη ιστορικά ανύπαρκτη «μακεδονική» γλώσσα και ταυτότητα, προειδοποιώντας για τις επικίνδυνες εθνικές επιπτώσεις μιας τέτοιας αναγνώρισης. Και ο Μίκης Θεοδωράκης που, αφού συμφώνησε μαζί του, θύμισε την απόπειρα του Τίτο να τις κατασκευάσει με ξεκάθαρες βλέψεις κατά της Ελλάδας. Θύμισε και τη δική του σύγκρουση με τον Τίτο για τη Μακεδονία ήδη στη δεκαετία του ’60. Οι δυο τους όρθωσαν ανάχωμα στην κατεύθυνση μιας πλήρους αποδοχής της «Μακεδονίας». Ο Μητσοτάκης έκανε πίσω και οι οδηγίες που έφτασαν τελικά στον Σαμαρά, που αγνοούσε αυτή την εξέλιξη, ήταν ξεκάθαρες: να αντιδράσει σκληρά στην εκκολαπτόμενη άνευ όρων ευρωπαϊκή αναγνώριση. Αυτά είναι πλήρως καταγεγραμμένα και απολύτως αδιαμφισβήτητα. Οπως και το γεγονός ότι, στην πρώτη φάση, ο ίδιος ο Μητσοτάκης υποστήριζε τα συλλαλητήρια που άρχιζαν να οργανώνονται στη χώρα. Ο Σαμαράς όχι απλώς εφάρμοσε κατά γράμμα την κυβερνητική πολιτική, την οποία άλλωστε ο ίδιος είχε πρώτος εισηγηθεί, αλλά έφερνε και αποτέλεσμα. Στη συνέχεια όμως οι θέσεις εκείνου του υπουργικού συμβουλίου ως διά μαγείας ανετράπησαν. Ενώ αργότερα, στη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σημειώθηκε το μέγα πρωτοφανές παράδοξο: οι θέσεις Σαμαρά υιοθετήθηκαν πλήρως, ουσιαστικά με τη στήριξη Καραμανλή και Παπανδρέου, αλλά ο ίδιος αποπέμφθηκε, για αυτό ακριβώς, από τον Μητσοτάκη.
Εκτοτε, έχει παρέλθει ένα τέταρτο του αιώνος. Σήμερα, ο Τσίπρας, ο Καμμένος και, βεβαίως, ο… Ζάεφ, με τη διαβόητη συμφωνία των Πρεσπών, ανατρέπουν οριστικά και πλήρως την ελληνική εθνική πολιτική για τα Σκόπια. Αλλά μέσα σε λίγες μόνον εβδομάδες από την υπογραφή της, οι πάντες πια διαπιστώνουν ότι, επί της ουσίας, τα Σκόπια κάθε άλλο παρά εγκαταλείπουν και εκείνα την πολιτική τους που βρίθει αλυτρωτισμού και υποστηρίζει πλατφόρμες διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδας. Και ότι αν τελικά αυτή η συμφωνία κυρωθεί, η βλάβη για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας θα αποδειχθεί ανήκεστη.
Ευτυχώς, ο ίδιος ο Ζάεφ φρόντισε να ξεσκεπάσει εγκαίρως τους κινδύνους για μία Ελλάδα που η κυβέρνησή της επιμένει να κοροϊδεύει και να εθελοτυφλεί. Η ιστορική αλήθεια αλλά και η υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος επιβάλλουν την παραδοχή ότι τα σημερινά γεγονότα δικαιώνουν ιστορικά και πολιτικά πλήρως τη στάση Σαμαρά εκείνης της εποχής, χάρη στην οποία αποφεύχθηκαν τότε και επί μακρόν εκείνα που σήμερα ξανά η Ελλάδα κινδυνεύει να υποστεί. Η εμπειρία όμως είναι ισχυρή: ό,τι κι αν επιθυμεί η κυβέρνηση και για όποιους λόγους, δεν θα της περάσει. Οπως δεν πέρασε και τότε.