Το έτος που κλείνει σε λίγες μέρες κληροδοτεί σημαντικά γεγονότα για τη χώρα ώστε βάσιμα να ελπίζει κανείς ή και να εκτιμά ότι μέσα στο προσεχές έτος, το 2019, θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις που θα οριοθετούν μία νέα εποχή και μία νέα ελπίδα μετά την οκτάχρονη οδυνηρή περίοδο της χρεοκοπίας και των Μνημονίων.
Στο «μεγάλο κάδρο» των σχέσεων της χώρας και των διακυβευμάτων σε κλίμακα Ευρωπαϊκής Ενωσης κρίθηκαν και θα κριθούν όλα τα μεγάλα ζητήματα της περιόδου.
Είναι κοινή αντίληψη ότι πλέον η Ελλάδα δεν αποτελεί, ούτε προσχηματικά, τον «μικρό ασθενή» ή το «μαύρο πρόβατο» στους κόλπους της ΕΕ. Οτι στο διαρρεύσαν διάστημα έχει αναδειχθεί η χώρα ως ένας πόλος πολιτικής και γεωστρατηγικής σταθερότητας σε ό,τι αφορά την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και την ιδιαίτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οτι είμαστε μια ασφαλής χώρα, σύνορο και γέφυρα, με πολύ προβληματικές εστίες πολεμικών συρράξεων και αστάθειας που έχουν αναπτυχθεί τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στη Βόρειο Αφρική, ότι επίσης από οικονομική άποψη διαμορφώνονται θετικές προοπτικές και για τα μείζονα ενεργειακά ζητήματα.
Συνακόλουθα, σηματοδοτούνται χωρίς αμφισημίες τόσο η πραγματική έξοδος στις 21 Αυγούστου από την πολύχρονη διαδρομή των στενών μνημονιακών δεσμεύσεων και επιτηρήσεων στην οικονομία, όσο και η επιτευχθείσα αναδιάρθρωση του χρέους που δίνει χρόνο και δημοσιονομικό χώρο για σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και για μια μελλοντική αναθεώρηση ακόμα και των δυσμενέστερων δεσμεύσεων για τα υπερβολικά πλεονάσματα και τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτησή του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Συμφωνία των Πρεσπών και η πορεία υλοποίησής της, που εκτιμώ ότι στους αμέσως προσεχείς μήνες θα ολοκληρωθεί με την υπερψήφισή της και από την Ελληνική Βουλή, προσδίδει αφενός ευρύτερο κύρος στη χώρα και αφετέρου σημαντικές δυνατότητες για τη συνανάπτυξη και τη σταθερότητα στις χώρες των Βαλκανίων.
Η παρούσα Δ’ Σύνοδος της ΙΖ’ Περιόδου της Βουλής αποκτά πέραν πάσης αμφισβήτησης εξαιρετική σημασία, όχι μόνο γιατί είναι επί της ουσίας μια προεκλογική περίοδος λόγω των Ευρωεκλογών, των Περιφερειακών, Δημοτικών εκλογών και στο πέρας της με τις Βουλευτικές, αλλά γιατί είναι ο φυσικός συνταγματικός χώρος στον οποίο ενεργοποιούνται και νοηματοδοτούνται, επικυρώνονται ή αμφισβητούνται οι παραπάνω εξελίξεις.
Η υπερψήφιση του Προϋπολογισμού και το σύνολο των Νόμων που είτε ενεργοποιούν θετικές για την κοινωνία δεσμεύσεις που ανέλαβε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, είτε δίνουν υπόσταση και νόημα στο γεγονός της τυπικής απεμπλοκής της χώρας στη φάση των μνημονιακών δεσμεύσεων, προσφέρουν μια πειστική απάντηση στις αμφισβητήσεις που υπήρξαν διεθνώς, αλλά και από τις δυνάμεις της Αντιπολίτευσης στη χώρα για το κατά πόσον βρισκόμαστε σε σωστό δρόμο. Αποδεικνύεται επίσης το πόσο λάθος θα ήταν να είχαμε ακολουθήσει άλλους δρόμους, όπως π.χ. η προσφυγή στην «πιστοληπτική γραμμή στήριξης», που θα παρέτειναν ή και θα ακύρωναν τα σοβαρά επιτεύγματα και τις προϋποθέσεις για δίκαιη ανάπτυξη, για παραπέρα μείωση της ανεργίας, για στήριξη του κοινωνικού κράτους και για τη δυνατότητα η χώρα βραχυ-μεσοπρόθεσμα να προσφεύγει για δανεισμό στις αγορές.
Η συμμετοχή της χώρας μας, επίσης, στον διάλογο για το «Μέλλον της Ευρώπης» υπήρξε και είναι σημαντική, τόσο στην ενσωμάτωση στοιχείων και προτεραιοτήτων της κοινωνικής ατζέντας μέσω της «Συνεργασίας του Νότου», όσο και στην αντιμετώπιση -μέσω σκληρών αντιπαραθέσεων – του μείζονος προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος που αποτελεί θρυαλλίδα, κατά τη γνώμη μου με ιστορικούς όρους προσχηματικά, για τη μεγάλη ανάπτυξη ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων. Δυνάμεις που καταστατικά ή ανομολόγητα θέτουν επί της ουσίας το ζήτημα της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέσω της άρνησης ιδρυτικών αξιών της και ιδιαίτερα μέσα από την αναδίπλωση σε αντιδραστικές «εθνικές λύσεις» με ταυτόχρονη υποστήριξη των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Δυνάμεις που είναι σε σκληρή αντιπαράθεση με τις αναγκαίες εναλλακτικές προοδευτικές στρατηγικές, τόσο για μια δημοκρατική αρχιτεκτονική της ΕΕ, όσο και για μια σύγκλιση κοινωνικών πολιτικών με επίκεντρο την άρνηση της λιτότητας και την αλληλέγγυα αντιμετώπιση της κρίσης.
Τους επόμενους μήνες στην Ελληνική Βουλή, όπως και σε όλα τα διακοινοβουλευτικά fora και το Ευρωκοινοβούλιο όπου συμμετέχουν οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις, προβλέπω ότι θα υπάρξει σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κεντρικές απόψεις, ανάμεσα στις δυνάμεις της ευρείας ριζοσπαστικής, οικολογικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς και βέβαια τις συντηρητικές δυνάμεις που ηγεμονεύονται προς ώρας από την Ακροδεξιά.
Επίσης στην Ελληνική Βουλή, η έναρξη της σημαντικής διαδικασίας της Αναθεώρησης του Συντάγματος μέχρι και την περαίωσή της στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2019, έχει αναδείξει το σύνολο των ζητημάτων που οριοθετούν τις αναγκαίες και ώριμες προοδευτικές αλλαγές στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών και την ενίσχυση της λαϊκής συμμετοχής.
Πεδία όπου θα πρέπει να αναζητηθούν οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, ώστε η επόμενη Βουλή να προχωρήσει στη Συνταγματική Αναθεώρηση με μία δυναμική που θα εμπεδώνει μία νέα εμπιστοσύνη της κοινωνίας για το ότι το πολιτικό σύστημα συνειδητοποιεί το βάρος και τις ευθύνες που οδήγησαν τη χώρα σε χρεοκοπία, και ότι διαμορφώνονται ανοικτοί ορίζοντες για τη χώρα, κοντά στην εμβληματική χρονολογία των 200 χρόνων από την εθνική απελευθέρωση και συγκρότηση.
Οχι μικρής σημασίας, τέλος, για αυτό το νέο πεδίο εμπιστοσύνης στο οποίο προαναφέρθηκα, αποτελούν η διερεύνηση και η απόδοση ευθυνών για μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και διαπλοκής, τις οποίες η Δικαιοσύνη και οι Εξεταστικές Επιτροπές της Βουλής έχουν φέρει στην επιφάνεια. Είναι αυτονόητη η εμπιστοσύνη και όχι η «α λα καρτ» εμπιστοσύνη προς τη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και η πλήρης εφαρμογή του δικαιακού μας συστήματος και των εγγυήσεών του, χωρίς εργαλειακή πολιτική αντιμετώπιση. Θέση και άποψη για την οποία είμαι βέβαιος ότι εμφορούνται τόσο οι δικαστικές Αρχές όσο και οι έλληνες βουλευτές και οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου.
Ο Νίκος Βούτσης είναι Πρόεδρος της Βουλής