Το 2019 θα είναι αναμφισβήτητα καθοριστικό για το πολιτικό μας σύστημα. Πολλές και σοβαρές εκκρεμότητες έχουν σωρευθεί στο κατώφλι του και από την έκβασή τους θα εξαρτηθεί, εν πολλοίς, το ποια θα είναι η εικόνα της Δημοκρατίας μας μετά την επίσημη έξοδο από τα μνημόνια. Εκείνο που ιδίως θα διακυβευθεί, μέσα στο 2019, είναι το αν η κρίση θα την αφήσει τραυματισμένη, καχεκτική και ανήμπορη ή αν, αντίθετα, θα αποτελέσει τον καταλύτη για μια αποφασιστική αλλαγή παραδείγματος, ώστε να υπερβεί επιτέλους υστερήσεις, παθογένειες και σφάλματα και να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών. Ειδικότερα:
Α. Η σημασία του 2019 έγκειται, κυρίως, στο ότι είναι έτος (όλων των) εκλογών. Δεν αναφέρομαι φυσικά στο αποτέλεσμά τους, που είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης του λαού, αλλά στο πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθούν. Αυτό αποτελεί, δεδομένων και όσων έχουν προηγηθεί, την κρισιμότερη ίσως δοκιμασία ως προς την αξιοπιστία των δημοκρατικών μας θεσμών.
Τα έως τώρα δείγματα γραφής, ιδίως της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά, καθώς εδώ και καιρό έχουν επιλεγεί, εκατέρωθεν, φράσεις, κινήσεις και συμπεριφορές που καλλιεργούν και τροφοδοτούν τη μισαλλοδοξία, τον τυφλό φανατισμό και εν τέλει τον διχασμό.
Από τη μία η Κυβέρνηση, για την οποία η σημερινή ΝΔ είναι η προσωποποίηση της χειρότερης Δεξιάς που έχει γνωρίσει η μεταπολίτευση, διότι κατ’ αυτήν αποτελεί, ταυτόχρονα, μια νεοφιλελεύθερη, διαπλεκόμενη και ακραία παρεκτροπή της παλιάς (καλής ή έστω ανεκτής…) «καραμανλικής» δεξιάς. Ως εκ τούτου, θεωρεί περίπου αυτονόητο, εκμεταλλευόμενη αθέμιτες προσβάσεις στην (πολλαπλώς αφερέγγυα) πολιτική δικαιοσύνη, να ανέχεται -αν δεν ενθαρρύνει…- δηλώσεις και πρακτικές τύπου Πολάκη, που αποσκοπούν σε μια συλλήβδην και άκριτη ποινικοποίηση της πολιτικής μας ζωής, ενώ παράλληλα προσπαθεί με κάθε τρόπο να ταυτίσει το σύνολο της ΝΔ με την ακροδεξιά συνιστώσα της (που θυμίζει, πάντως, ολοένα και περισσότερο Χρυσή Αυγή…).
Ωστόσο, πέρα από την απαράδεκτα ισοπεδωτική λογική της, ως προς τους οπαδούς και τα στελέχη της ΝΔ, η κυβέρνηση ξεχνά ότι και η ίδια επέλεξε ιδίων (ακροδεξιών) αντιλήψεων κυβερνητικούς εταίρους, και μάλιστα συνειδητά, παρότι μετά τις εκλογές του 2015 είχε την εναλλακτική λύση μιας «ευρείας προοδευτικής παράταξης», που την θυμήθηκε περιέργως τώρα, κατόπιν εορτής…
Από την άλλη η ΝΔ, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το νέο «αντεθνικό μίασμα», που πρέπει πάση θυσία να τεθεί εκποδών, για να επανέλθει ο τόπος στις παραδεδομένες (πλην «καθεστωτικές» και πολλαπλά παραλυτικές…) ισορροπίες του. Με αυτή την λογική, η ΝΔ είναι τόσο υστερικά αντιπολιτευτική, που όχι μόνον δεν αναγνωρίζει ούτε καν κάποια οφθαλμοφανώς θετικά βήματα που έγιναν τελευταία -έστω με τεράστιες και άκρως επιβαρυντικές καθυστερήσεις- αλλά και διατυπώνει άκριτα προς τα έξω (θυμίζοντας τον Γ. Παπανδρέου…) έναν ακραία απαξιωτικό και απορριπτικό λόγο, που δυσφημεί τη χώρα και βλάπτει εν τέλει τα εθνικά συμφέροντα. Αν σε αυτά προστεθεί και ένας έκδηλος καιροσκοπισμός, που υποθάλπει εθνικιστικές και αντιδημοκρατικές τάσεις, είναι φανερό ότι η ΝΔ παίζει κι αυτή, εξ ίσου συνειδητά, το παιχνίδι της ακραίας πόλωσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλα τα μέσα θεωρούνται θεμιτά, με αποτέλεσμα η χώρα να βαδίζει νομοτελειακά σε μια τυφλή σύγκρουση γα την κατάληψη της εξουσίας, χωρίς αρχές και κανόνες. Αυτό, δε, πέρα από ότι ευνοεί αντιδημοκρατικές δυνάμεις, εκμηδενίζει και τα περιθώρια για την αναζήτηση των αναγκαίων συνθέσεων και συγκλίσεων, προκειμένου να ξεφύγει ο τόπος από την οικονομική καχεξία, την πολιτική κηδεμονία και την ίδια του την κακοδαιμονία.
Β. Ποιο είναι λοιπόν το μεγάλο ζητούμενο; Να ξεκινήσουν ως τάχιστα (χθες…) «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» μεταξύ των δύο πόλων του νέου δικομματισμού -με την καταλυτική συνδρομή και μικρότερων δημοκρατικών κομμάτων- προκειμένου το 2109 να σηματοδοτήσει, συμβολικά και ουσιαστικά, την αντιστροφή αυτού του ζοφερού κλίματος.
Το πρώτο βήμα εναπόκειται, αναμφίβολα, στους ηγέτες των δύο κομμάτων. Ο μεν πρωθυπουργός πρέπει να ξεχάσει, έστω και τώρα, τον συνδικαλιστή που κρύβει μέσα του και να προσπαθήσει να αρθεί στο ύψος του υπεύθυνου εθνικού ηγέτη. Ο δε αρχηγός της ΝΔ πρέπει να αποστασιοποιηθεί, επιτέλους, από τις επιλογές των «μεταγραφών» του ΛΑ.Ο.Σ., που δεν του «βγαίνουν» άλλωστε, και να προσπαθήσει να πείσει, με το δικό του ύφος, ότι είναι σοβαρή και αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Το δεύτερο βήμα είναι η διαμόρφωση συνθηκών για την διεξαγωγή ενός νηφάλιου και εποικοδομητικού προγραμματικού διαλόγου. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η συμφωνία των δύο κομμάτων για την επικράτηση ουσιαστικής πολυφωνίας στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και ειδικότερα τόσο στην -παγίως φιλοκυβερνητική- ΕΡΤ (η ηγεσία της οποίας, εν όψει αναθεώρησης, πρέπει να εκλέγεται με την αυξημένη πλειοψηφία των ανεξάρτητων αρχών) όσο και στους -εμφανώς μεροληπτικούς- ιδιωτικούς σταθμούς. Εως τότε, καλό θα ήταν να αρθεί αμοιβαία το εμπάργκο για ΣΚΑΪ και ΕΡΤ, με αντίστοιχες κινήσεις σεβασμού του Συντάγματος, από την πλευρά τους (τις οποίες θεωρώ ούτως ή άλλως αναμενόμενες από την νέα ηγεσία της ΕΡΤ).
Το τρίτο βήμα, είναι να απεμπλακούν οι -αναγκαίες για την δημοκρατία- ιδεολογικοπολιτικές διαφορές από τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία, με παράλληλη αναζήτηση κοινών τόπων, όπου είναι εφικτό. Η αναγκαιότητα αυτή, η οποία επιβάλλεται τόσο από την ίδια την (διαβουλευτική) φύση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όσο και από την ιδιαιτερότητα των ελληνικών προβλημάτων, ενδέχεται να καταστεί σύντομα επιτακτική, ιδίως αν οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές, με απλή αναλογική, οπότε μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας θα είναι μονόδρομος…
Γ. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσέγγισης, η συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να αποδειχθεί, ως εκ του θεσμικού χαρακτήρα της, εξαιρετικά χρήσιμη «πρόβα συναίνεσης». Μια προσεκτική ματιά, πίσω από τα επιφαινόμενα, δείχνει ότι υπάρχουν αρκετά σημεία σύγκλισης, προκειμένου να καταδειχθεί, συμβολικά και ουσιαστικά, ότι το πολιτικό μας σύστημα μπορεί να βρει διαύλους συνεννόησης, σε μείζονα ζητήματα δημοκρατίας, ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής.
Αυτό που επείγει, επομένως, είναι να εγκαταλειφθούν μικροπολιτικές και παρελκυστικές τακτικές. Η θέση, π.χ., της ΝΔ για ένα θεσμικό «πάρ’ τα όλα», είναι εμφανώς προσχηματική και δεν αποπνέει πολιτική σοβαρότητα. Ακρως προβληματική, όμως, είναι και η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να υποκαταστήσει την αναγκαία πολιτική δέσμευση των πολιτικών δυνάμεων της παρούσας Βουλής, ως προς την στάση τους στην επόμενη, με μια αδιέξοδη εμμονή σε νομική δέσμευση της επόμενης Βουλής από την παρούσα (ακόμη και με 151 ψήφους…). Πέρα από το ότι στηρίζεται σε άποψη η οποία, αν και -εν μέρει- υποστηρίξιμη, δεν είναι κρατούσα στην επιστήμη, τορπιλίζει ούτως ή άλλως τις προσπάθειες συνδιαλλαγής, που είναι γενικώς, κατά τα ανωτέρω, η μεγάλη πρόκληση για το νέο έτος…
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών