Κάποτε θέλαμε να γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης, αλλά αποδείχτηκε πως μάλλον είναι ασύγκριτα πιο κερδοφόρο να είσαι γκαρσόνι αριστερού υπουργού και χωρίς καν να έχεις προσληφθεί καταρχήν ως καθαρίστρια. Γενικώς οι εκπωματιστές έχουν ιδιαίτερη επιτυχία στα χρόνια μας – αλλού έχουν σουξέ οι οδηγοί λεωφορείων.
Η γραφικότητα δεν λείπει γενικώς απ’ το πολιτικό μας ωροσκόπιο – και η γραφικότητα τι είναι; Κάτι αναχρονιστικό, ας πούμε ιδεολογίες του 1920, που κάποιοι ονειρεύονται να εφαρμόσουν στον κόσμο του 2019. Αναλύουν – υποτίθεται – τη σημερινή πραγματικότητα με όρους του μεσοπολέμου, ή της πρωτοβιομηχανικής εποχής, με προλεταριάτα, καπεταναραίους και προτσέσα. Αρνούνται να κατανοήσουν την περίπλοκη, δυσνόητη κατάσταση του παγκόσμιου Σήμερα, και επιστρέφουν στα εύκολα: πολεμούν αναδρομικά έναν θεατρικό φασισμό, όπως τότε, στα καλά χρόνια, με τις ίδιες λέξεις, την ίδια ρητορική, τα ίδια σχήματα, σαν να βρίσκονται ακόμα ταμπουρωμένοι στον Γράμμο-Βίτσι, υπό την αρχιστρατηγία του Βλαντά, ο οποίος προηγουμένως δεν είχε λάβει μέρος ούτε καν σε μάχη διμοιρίας.
Υποτίθεται ότι αντιμάχονται τον εθνικισμό, αλλά μόνο τον ντόπιο. Ο εθνικισμός των Σκοπιανών, των Αλβανών, των Τούρκων κατά της Ελλάδας δεν τους ενοχλεί καθόλου – ίσως μάλιστα και να τον συμπαθούν εφόσον στρέφεται κατά του Ελληνισμού, τον οποίο προφανώς ταυτίζουν με κάποιον δήθεν φασισμό. Φοβερός συλλογισμός: Ελληνας ίσον φασίστας. Ανεπανάληπτη εξίσωση. Αντε σύρε κούρευε κοιλιές, ρε μάστορα.
Οσοι πολεμούν φαντάσματα, είναι ίσως διότι αισθάνονται ως φαντάσματα οι ίδιοι. Και το λένε και οι ίδιοι. Η δήλωση «είχαμε αυταπάτες», ή «κάποιοι θεωρούσαν επαναστατική πράξη τη ρήξη με την Ευρώπη» σημαίνει ακριβώς αυτό: ότι προσελάμβαναν και προσλαμβάνουν την εξόχως πολύπλοκη και ιλιγγιώδη πραγματικότητα που ζούμε τώρα με μανιχαϊστικούς όρους άλλων εποχών, εκτός πλανήτου, εκτός τόπου και χρόνου, με βάση τις προσλαμβάνουσες του κάποτε εμφυλίου – σαν να μη συνέβη τίποτε από τότε. Σαν τον Βέγγο που είχε πονόδοντο, πήρε μια ασπιρίνη, του πέρασε, και μονολογούσε βογκώντας αναδρομικά: «Ωχ, πώς πονούσα, ωχ, πώς πονούσα…».
Σε αυτό το πλαίσιο αντίληψης ή μη-αντίληψης αντιμετώπισαν και με κάποια άσβεστη διάθεση για ρεβάνς, το σκοπιανό θέμα. Λες και ήθελαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, α λα Στίβεν Κινγκ, όχι για να σώσουν τον Κένεντι, αλλά να εξυπηρετήσουν τον ΣΝΟΦ του άλλοτε και τον Γκότσε Ντέλτσεφ – αλλά τι να περιμένεις από περιπτώσεις που είτε αγνοούσαν τι ήταν το Ιλιντεν, είτε το ήξεραν και τους άρεσε και το πρότειναν ως όνομα των Σκοπίων. Πιο αλυτρωτική ονομασία δεν μπορούσαν να συλλάβουν ούτε καν οι πιο ακραίοι Σκοπιανοί. Και μετά, βέβαια, βουτήξαμε στη λάσπη των Πρεσπών. Με αφέλεια, ψευδο-ουμανισμό, ψευδο-κορέκτ και ανυποψίαστα παιδαριώδη, ή κουτοπόνηρη (μάλλον) φιλοφροσύνη προς τους γείτονες, που τάχιστα έδειξαν (δεν άντεξαν) τις πραγματικές προθέσεις τους. Το πτώμα ανεδύθη γρήγορα και πρόωρα στην επιφάνεια της λίμνης.
Και για να το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα: εμείς, εγώ, ο καθείς, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τον λαό των Σκοπιανών (που είναι ένα ετερόκλητο σύνολο Σλάβων, Βουλγάρων, Ελλήνων ουκ ολίγων και Αλβανών), δεν έχουμε καμιά αντίθεση, κανένα μίσος, πάθος, ή άλλα συναισθήματα απέναντί τους. Δεν έχουμε διεκδικήσεις. Ισα ίσα. Θέλουμε διακριτική γειτονία και καλό εμπόριο μεταξύ μας. Να είναι καλά οι άνθρωποι. Το πρόβλημα προκύπτει απ’ τη στιγμή (απ’ τον Τίτο κι έπειτα) που οι ηγεσίες τους διεκδικούν τα δικά μας ιερά και όσια, τα δικά μας εδάφη και ονόματα, με επίσημους χάρτες, με κείμενα στο Σύνταγμά τους, με επίσημες, επιθετικές, αλυτρωτικές διακηρύξεις, διεκδικήσεις και με κιτς αγάλματα του Βουκεφάλα που κάνει σούζα στις πλατείες τους.
Ε, όλα αυτά δεν μπορούμε να τα ανεχθούμε. Κανείς λαός στον κόσμο δεν θα τα ανεχόταν. Το έλεγε και ο κομμουνιστής Μπρεχτ: «Δεν είμαι εθνικιστής, αλλά όταν ο γείτονάς μου γίνεται εθνικιστής εναντίον μου, τότε γίνομαι κι εγώ αναπόφευκτα (αμυντικά) εθνικιστής». Αλλιώς γιατί πολέμησε η Σοβιετία εναντίον των εισβολέων ναζί και μετά εισέβαλε και στη Γερμανία και στην μισή Ευρώπη; Και γιατί ο Στάλιν μίλησε τότε για τον «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο»; Ας μας το εξηγήσει αναλυτικά ο κ. Πολάκης, μήπως και δεν το έχουμε καταλάβει.
Κι αν δεν μπορεί αυτός, ας μας το εξηγήσουν ο στρατηγικός σύμβουλος και ο κ. «Γιατί – τα – πεντοχίλιαρα – δεν – είναι – Πετσιτάκια». Που τελικώς είναι και παραείναι. Το νέο αστέρι μας, ο Πετσίτης. Πετσί μαρξιστής κι αυτός του μισού βιβλίου; (Λες να έχει ξεφυλλίσει και Γκράμσι;) Και οι δύο πρώην σερβιτόροι (τιμή τους) ειδικοί στην ανάλυση του ιστορικού υλισμού και χωρίς καθόλου να απεχθάνονται το παχύ χρήμα, απεναντίας, θα μπορούσαν, λοιπόν, να μας διαφωτίσουν γιατί πολεμούν δήθεν τον εθνικισμό (συνεργαζόμενοι με Καμμένο, ωστόσο) αλλά όχι τον εθνικισμό των γειτόνων; Να μην πω ότι ενίοτε τον υποθωπεύουν με ευχαρίστηση. Ποια είναι η ανάλυσή τους; Και πώς τη σερβίρουν;
Στα πλαίσια γενικά της ιδεολογίας σερβιτόρου είναι και τα πουρμπουάρ που μοιράζουν εσχάτως για να πάρουν και οι πάσχοντες μια πάστα; Και σε ποια μπροσούρα του Λένιν, άραγε, αναφέρονται οι επιταγές Απόρων Κορασίδων που διανέμουν αφειδώς (με τα δικά μας τα λεφτά) για να εξαγοράσουν συνειδήσεις, δηλαδή ψήφους; Καλά το έλεγε επομένως η Θάτσερ, ότι «ο σοσιαλισμός είναι καλός, μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά των άλλων»; Μάλλον. Το μαζί τα φάγαμε του κ. Πάγκαλου είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που ζούμε. Ο δε κ. Τσοβόλας, θα αισθάνεται τώρα αθώος, άτολμος, σχεδόν σκυλάκι του καναπέ μπροστά σε αυτά που βλέπει από εκείνους που του έλεγαν Τσοβόλα δώσ’ τα όλα. Και να δεις που σε λίγο θα αρχίσουν σιγά σιγά, απαλά, καταρχήν, να προπαγανδίζουν και την αναγκαιότητα να μάθουμε τη «μακεδονική» γλώσσα. Μη βιάζεστε. Θα έρθει η ώρα της. Το είχαν ξεκινήσει με συνέδριο οι πολιτικοί πρόγονοί τους στην Φλώρινα, από το 1944, ήδη. Για ψάξτε το.