Εναν χρόνο πριν, παραμονές Χριστουγέννων, η αισιοδοξία ξεχείλιζε στην Κεντροαριστερά. Λίγο που επικρατούσε ακόμη η ευφορία για τους 212.000 πολίτες που συμμετείχαν στις εκλογές για την ανάδειξη της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής, λίγο που τα δημοσκοπικά ποσοστά κατέγραφαν όλο και πιο ανοδική πορεία – τα χαμόγελα έδιναν και έπαιρναν. Από τότε άλλαξαν πολλά, κυρίως με την αποχώρηση του Ποταμιού από το σχήμα, που έφερε έναν επαναπροσδιορισμό πολιτικής, όχι όμως και επαναπροσδιορισμό ταυτότητας. Φέτος τα πράγματα σοβάρεψαν, μιας και το διακύβευμα ξεπερνάει τα στελέχη και τους ηγέτες. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει εκλογές, το Κίνημα Αλλαγής φιλοδοξεί να εκφράσει όλους εκείνους που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βρίσκουν αναφορές στη δημοκρατική παράταξη. Στην πραγματικότητα, τα κεντροαριστερά αποτελέσματα σε κάθε κάλπη που αναμένεται να στηθεί το 2019 θα καθορίσουν όχι μόνο το μέλλον και την κατεύθυνση του ενιαίου φορέα, αλλά και τη φυσιογνωμία του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα.
Η πόλωση των τελευταίων μηνών ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ δίνει στην κεντροαριστερή μάχη έναν αέρα επιτακτικότητας. «Το θέμα δεν είναι να μη μας αγνοούν. Είναι να μη μας προσπεράσουν» λένε εκείνοι που επένδυσαν στη μετεξέλιξη του χώρου, που πόνταραν στη διεύρυνσή του. Από τη μία το άνοιγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς το Κέντρο και από την άλλη η πρόθεση του Αλέξη Τσίπρα να ηγηθεί ενός προοδευτικού μετώπου. Με τα μάτια στραμμένα στην «γκρίζα ζώνη» των αναποφάσιστων, διεκδικούν για τον εαυτό τους τη μεγαλύτερη μερίδα των αναποφάσιστων. Ο νέος δικομματισμός δεν έχει χρόνο για τις άλλες φωνές – και, μάλιστα, αυτές που έχουν παρελθόν στη διακυβέρνηση της χώρας. Η επίθεση που ξεκίνησε το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, είχε παραδόξως διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που ίσως περίμενε κανείς. Η σκανδαλολογία, αντί να πλήξει το Κίνημα Αλλαγής, το συσπείρωσε, δυναμώνοντας δεσμούς που, σε μια «στεγνή» πολιτικά περίοδο, είχαν κολλήσει στους προεκλογικούς σχεδιασμούς.
Το στοίχημα των εκλογών
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι κεντροαριστερές δυνάμεις δεν θέλουν να μείνουν στο περιθώριο, γι’ αυτό φιλοδοξούν να καταγραφούν ως ένας ισχυρός πόλος, όσο πιο ισχυρός γίνεται. Οι ρίζες του ΠΑΣΟΚ στην Αυτοδιοίκηση κάνουν αυτήν τη μάχη ίσως την ευκολότερη – καθώς, τα κεντροαριστερά στελέχη αναμένουν καλά ποσοστά τόσο από τους υποψήφιους περιφερειάρχες όσο και από τους δημάρχους που επέλεξαν να στηρίξουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η κάλπη των ευρωεκλογών είναι περισσότερο ιδεολογική, καθώς το Κίνημα Αλλαγής φιλοδοξεί να ανακόψει το φλερτ ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές (PES).
Η «μητέρα των μαχών», όμως, είναι οι εθνικές εκλογές. Εκεί θα μετρηθεί το ανάστημα του μεσαίου χώρου, των προοδευτικών πολιτών που δεν θέλουν να επιλέξουν ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Αν το Κίνημα Αλλαγής καταφέρει να τους κερδίσει, θα μπορέσει να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του κυβερνητικού προγράμματος, ειδικά σε περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδυναμία. Καμία συνεργασία, βέβαια, δεν είναι δεδομένη – και ούτε θα συμβεί, αν το Κίνημα Αλλαγής δεν βρεθεί σε θέση ισχύος. Στόχος είναι η τρίτη εντολή, που θα ξαναβάλει τη δημοκρατική παράταξη στο τραπέζι με τους μεγάλους παίκτες και θα ρίξει την Ακροδεξιά στην τέταρτη θέση. Αν τα καταφέρει, τότε η κουβέντα που θα ξεκινήσει, θα γίνει με διαφορετικούς όρους. Κι αυτό γιατί όσοι ξεκίνησαν την προσπάθεια για την δημιουργία του Κινήματος Αλλαγής θα έχουν κερδίσει το στοίχημα που έβαλαν με τον εαυτό τους. Θα μπορούν, επομένως, να κοιτάξουν την επόμενη μέρα με δικαιολογημένη αισιοδοξία, καθώς ένας φορέας που δεν έχει καλά-καλά διαμορφωθεί θα έχει καταφέρει να αντέξει την πολιτική πίεση που του ασκήθηκε. Αν όχι, τότε το μέλλον ολόκληρου του χώρου μοιάζει πιο αβέβαιο από ποτέ. Η παράταξη που διαμόρφωσε καθοριστικά την εξέλιξη της χώρας, θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα που θα αφορά την ύπαρξή της.
Τα δύο σενάρια
Το 2019, μέσα σε όλα τα καινούργια που επιφυλάσσει για την πολιτική ζωή της χώρας, κρατάει στα χέρια του τη μοίρα της Κεντροαριστεράς, η οποία, γι’ άλλη μια φορά, καλείται να αποδείξει την αξία της. Το καλό σενάριο τη θέλει να αποφασίζει αν θα συμμετάσχει και υπό ποιες προϋποθέσεις σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Το κακό τη βρίσκει κατακερματισμένη, με τα στελέχη της να λοξοκοιτούν προς τους δύο μεγάλους της αντιπάλους, όπως συμβαίνει πάντα με όλους τους ηττημένους. Μπορεί τελικά κανένα από τα δύο να μην επαληθευτεί. Ή να επαληθευτούν και τα δύο. Το μόνο βέβαιο είναι πως το ρολόι έχει ήδη αρχίσει να μετρά αντίστροφα για το επόμενο μεγάλο βήμα – για ένα άλμα, όπως λέει ο Ελύτης, πιο γρήγορο από τη φθορά.