Η κυβέρνηση Ζάεφ κατέθεσε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή τα κείμενα των τελικών προτάσεων των συνταγματικών τροπολογιών, τα οποία διαμόρφωσε το υπουργικό συμβούλιο έπειτα και από την ολοκλήρωση της διαδικασίας της δημόσιας διαβούλευσης. Πλέον, η συνταγματική αναθεώρηση στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) έχει εισέλθει στην τελική ευθεία. Ο ορίζοντας διεξαγωγής της τρίτης και τελευταίας ψηφοφορίας είναι η 15η Ιανουαρίου 2019. Τότε θα γίνει γνωστό αν η ΠΓΔΜ θα έχει αλλάξει το Σύνταγμα με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών, ώστε να περάσει η διαδικασία στο επόμενο – εξίσου δύσκολο και απρόβλεπτο – στάδιο: αυτό της κύρωσης της συμφωνίας από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

Σύμφωνα με όσα εξήγησε τις προηγούμενες ημέρες ο πρόεδρος της Βουλής της ΠΓΔΜ Ταλάτ Τζαφέρι, ο Κανονισμός του Κοινοβουλίου προβλέπει ότι η συζήτηση σε επίπεδο επιτροπών θα εκκινήσει την προσεχή Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου. Υπάρχουν δύο επιτροπές στις οποίες οι προτάσεις τροπολογιών θα συζητηθούν: η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων και η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Σε αυτό το στάδιο, οι βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί των τροπολογιών και αναμένεται να υπάρξει ενεργότερη συμμετοχή του VMRO – DPMNE, το οποίο, ιδιαίτερα στην αρχική ψηφοφορία για την έναρξη της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης αλλά και μετά, προς το παρόν δεν έχει ουσιαστικά προτείνει κάτι ούτε έχει συζητήσει επί της ουσίας.

Η πρόβλεψη του Τζαφέρι, με δεδομένο το γεγονός ότι οι προσεχείς ημέρες είναι εορταστικές, είναι ότι περί τις 9 Ιανουαρίου θα μπορεί να συγκληθεί συνεδρίαση της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ώστε στις 15 Ιανουαρίου να πραγματοποιηθεί η τρίτη ψηφοφορία στην οποία αναζητούνται πάλι 80 βουλευτές σε σύνολο 120, άρα πλειοψηφία 2/3. Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ κατάφερε και συγκέντρωσε τους 80 βουλευτές που αναζητούσε στην πρώτη ψηφοφορία, καθώς οκτώ βουλευτές της αντιπολίτευσης «διέβησαν τον πολιτικό Ρουβίκωνα» και ετάχθησαν υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης. Ορισμένοι θεωρούν ότι τα πάντα θα είναι πλέον εύκολα, αλλά κυβερνητικές πηγές από τα Σκόπια συνιστούν αυτοσυγκράτηση.

ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους. Η κυβέρνηση Ζάεφ πρέπει να ικανοποιήσει πολλούς διαφορετικούς παίκτες ώστε να μη διαταράξει τις εύθραυστες ισορροπίες. Είναι ενδεικτικό ότι η συζήτηση για την τελική μορφή που θα ελάμβανε η πρόταση της κυβέρνησης για την αλλαγή του Αρθρου 49, το οποίο αφορά τους αποδήμους της χώρας, πέρασε από «σαράντα κύματα». Επρεπε να καλυφθούν τόσο οι ελληνικές αντιρρήσεις, που είχαν οξυνθεί έπειτα από τις συνεχείς αναφορές του Ζάεφ σε «μακεδονική γλώσσα» και σε «Μακεδόνες που ζουν στην Ελλάδα», όσο επίσης οι «σκληροί» εντός της ΠΓΔΜ προκειμένου να μη χαθούν οι ψήφοι υπέρ της αναθεώρησης εκ δεξιών, αλλά και οι Αλβανοί. Για τον λόγο αυτόν επελέγη η φράση ότι η πολιτεία μεριμνά «για τη διασπορά του μακεδονικού λαού και των άλλων κοινοτήτων».

Την ίδια στιγμή, συνεχίζεται η συζήτηση επί ενός νόμου για τη χορήγηση αμνηστίας σε όσους συμμετείχαν στα γεγονότα της εισβολής στο Κοινοβούλιο στις 27 Απριλίου 2017. Ο νόμος για την επανασυμφιλίωση, όπως έχει ονομαστεί, δεν αφορά γενική αμνηστία όπως έσπευσε να δηλώσει ο Ζάεφ. Η προώθησή του όμως είναι κρίσιμη διότι ορισμένοι εκ των βουλευτών της αντιπολίτευσης που υπερψήφισαν την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης εμπλέκονται στα γεγονότα της εισβολής ή σε άλλες υποθέσεις που ερευνώνται από τη Δικαιοσύνη. Αν ο νόμος περάσει, τότε η κυβέρνηση Ζάεφ ελπίζει ότι ίσως μπορέσει να διευρύνει την πλειοψηφία της πέραν των 80 βουλευτών.