Το 2019 θα μπορούσε να ονομαστεί και έτος κάλπης ή λαϊκής ετυμηγορίας. Είναι οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις που χαρακτηρίζουν τη χρονιά και που θα φέρουν με τη σειρά τους ανακατατάξεις σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Κάλπες που εν πολλοίς θα ορίσουν και τα νέα πρόσωπα, τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων, τις νέες ορίζουσες του πολιτικού σκηνικού σε μια περίπλοκη συγκυρία για την Ελλάδα, τα Δυτικά Βαλκάνια και την Ευρώπη. Ξεκινώντας από τη Γηραιά (και κυριολεκτικά λόγω υπογεννητικότητας) Ηπειρο, είναι πολλοί οι αναλυτές που βλέπουν τις επερχόμενες ευρωεκλογές ως κάλπη της Ακροδεξιάς. Και η Ελλάδα θα μπει στη μάχη των εκλογών αυτών, με λίστα και με μια διαφορά: τίποτα δεν δείχνει πως πια οι ευρωεκλογές είναι μάχη της χαλαρής ψήφου. Με μεγάλο μέρος του νεανικού ελληνικού δυναμικού, επιστημονικού πρεκαριάτου, να στελεχώνει πια την ευρωπαϊκή μηχανή, έχοντας ξενιτευτεί, το διεθνικό ή πανευρωπαϊκό γίνεται εθνικό και τοπικό και αφορά με ζωηρό τρόπο τους πολίτες. Οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς και του λαϊκισμού κερδίζουν συνεχώς έδαφος, επενδύοντας στις ροές των προσφύγων, στην αδύναμη κοινωνική συνοχή της ΕΕ, στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, στην απαξία των κλασικών πολιτικών δυνάμεων. Στην Ελλάδα, παράλληλα θα έχουμε κάλπες που αφορούν τις εθνικές ή βουλευτικές εκλογές και βέβαια τις αυτοδιοικητικές (περιφερειακές και τοπικές), και μάλιστα τις τελευταίες με απλή αναλογική, γεγονός που ενθαρρύνει τις πολλές υποψηφιότητες. Το βέβαιο είναι πως μέσα από αυτές τις τρεις κάλπες ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού δυναμικού θα ανανεωθεί και νέα πρόσωπα θα αναδειχθούν.
Ζητούμενο η αυτοδυναμία
Ξεκινούμε από τις εθνικές εκλογές, που για τους περισσότερους έχουν, παραδοσιακά, τη μεγαλύτερη σημασία. Αν λάβουμε ως δεδομένες όλες τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων δύο ετών, η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα σχηματίσει κυβέρνηση, επιστρέφοντας ύστερα από τέσσερα χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τις ίδιες μετρήσεις, το ζητούμενο στο κλείσιμο του 2018 είναι εάν η ΝΔ του Μητσοτάκη θα καταφέρει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση ή θα απαιτηθεί μια νέα κυβερνητική συνεργασία. Το κόμμα βέβαια της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης θα είναι ένα κόμμα αρκετά διαφορετικό από εκείνο που έδωσε τη μάχη του Ιανουαρίου του 2015 ή του Σεπτεμβρίου του 2015. Το μητρώο στελεχών, οι αποστρατεύσεις, οι αμφίπλευρες διευρύνσεις της ΝΔ τής δίνουν μια εικόνα νέας ηγεμονίας που μπορεί στον πυρήνα της να διατηρεί τη λαϊκή Δεξιά της Μεταπολίτευσης, αλλά με προσθήκες και διευρύνσεις (π.χ. Πέτρος Τατσόπουλος) που την καθιστούν κυρίαρχη με μια νέα κοινωνική και πολιτική συμμαχία. Ο διάδρομος στον οποίο θα κινηθεί επίσης η νέα κυβέρνηση – και η νέα της σύνθεση – θα είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πεδία για το 2019. Το λεγόμενο μεταμνημόνιο – που δεν αναιρεί τη σκληρή επιτήρηση της χώρας παρά το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ – δεν θα είναι ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα για τον Μητσοτάκη και εδώ θα δοκιμαστούν οι αντοχές, η συνοχή της νέας διακυβέρνησης, οι σχέσεις με τους ευρωπαίους εταίρους και όχι μόνον.
Το αίνιγμα του ΣΥΡΙΖΑ
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον βέβαια είναι το αίνιγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το στοίχημα Τσίπρα για προοδευτικές συμμαχίες σε Ελλάδα και Ευρώπη δεν είναι κάτι που θα έχει κερδηθεί, ενώ ισχυρό τεστ θα είναι οι τοπικές εκλογές. Το επιχείρημα που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να διαχέει την όποια δυναμική του σε συμμαχίες ή ετεροκαθορισμούς από το Κίνημα Αλλαγής, λόγω ξηρασίας και μικρής δυναμικής δεν στερείται βάσης και επίσης το έτος 2019 θα είναι που θα φανεί ποιος κερδίζει την ηγεμονία της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης. Γιατί μπορεί όλο το 2018 ο ΣΥΡΙΖΑ να επιχείρησε να φλερτάρει με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, δεν λογάριαζε όμως με δύο ξενοδόχους: ο ένας λέγεται Κίνημα Αλλαγής και Φώφη Γεννηματά που παραδοσιακά εκφράζει τον χώρο – και δείχνει σκληρή για να παραμερίσει – και ο άλλος λέγεται… ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το τελευταίο έχει σημασία, αφού μεγάλο μέρος του κόμματος δεν καλοβλέπει τα ανοίγματα με τους «μεταλλαγμένους σοσιαλιστές» και κάνει τα πάντα για να μην προχωρήσουν. Μια ανάγνωση λέει πως οι εθνικές κάλπες, με τη διαφαινόμενη ήττα ΣΥΡΙΖΑ, θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου για το άλλοτε μικρό κόμμα της Αριστεράς που καβάλησε το αντιμνημόνιο και μπήκε στο Μέγαρο Μαξίμου. Θα έχει ενδιαφέρον, ας πούμε, να δούμε αν θα αμφισβητηθεί ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και πολύ περισσότερο από ποιο κόμμα.
Οι διεργασίες του 2018 – εσωκομματικά καταγράφηκε ως έτος των συναντήσεων σε ξενοδοχεία – αποκρυστάλλωσαν δύο τάσεις: αυτή που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα Τσίπρα με μια χαλαρή πλαισίωση γύρω του και αυτή που θέλει ένα κόμμα ζωντανό, με τάσεις, με πλατφόρμες, με δέσιμο με την κοινωνία και καθόλου προσωποκεντρικό. Για πολλούς βέβαια, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ΣΥΡΙΖΑ χωρίς Τσίπρα δεν υφίσταται. Θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον επίσης, αν περάσει στην αξιωματική αντιπολίτευση, πώς θα εξελιχθεί η σχέση του κόμματος αυτού με τους ΑΝΕΛ και πώς θα κάνει ταμείο ο καθένας τους τη συγκυβερνώσα τους σχέση. Δεν είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν μέσα στο 2019 και μια σύγκρουση Καμμένου και Τσίπρα, αν βρεθούν εκτός Μαξίμου, σε μια ασύμμετρη αντιπαράθεση που θα έχει επίσης πολλά επεισόδια. Οι μετρήσεις πάντως δείχνουν πως, παρά τη μεγάλη ψαλίδα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα παραμείνει ο βασικός πόλος μιας νέας αντιπολίτευσης και ο κεντρικός εκφραστής τής πέραν της ΝΔ πολιτικής επικράτειας. Τα χαρακτηριστικά του κόμματος θα κλειδώσουν το έτος 2019, ακόμη και εσωτερικές ρήξεις μπορεί να έχουμε, που θα οδηγήσουν σε ένα ντόμινο εξελίξεων και τις πολιτικές δυνάμεις αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ – πλην ΚΚΕ που δεν έχει γειτονίες και υπόγεια ρεύματα με την Κουμουνδούρου.
Τα νέα πρόσωπα
Βέβαια το 2019, επειδή θα είναι έτος εκλογών, θα αναδείξει και πολλά νέα πρόσωπα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Η δε πρώτη φορά που θα δοκιμαστεί η κατάτμηση της πρώην αχανούς Β΄ Αθήνας, σε τομείς, θα αναδείξει και τοπάρχες σε διαμερίσματα, νέα πρόσωπα και νέες προσδέσεις με περιοχές της Αθήνας. Η λογική Μητσοτάκη επίσης δείχνει πως θα δούμε και νέα πρόσωπα, ακόμη και εξωκοινοβουλευτικά, στην ενδεχόμενη κυβέρνησή του. Πρόσωπα της αγοράς και των πανεπιστημίων, με νέες μεθόδους και σκέψεις για τη διαχείριση της χώρας. Δεν θα βγάλουν όμως μόνον οι βουλευτικές εκλογές νέα πρόσωπα – πλάι στα παλιά που με κάποια ποσόστωση θα παραμείνουν στο γήπεδο -, αλλά βέβαια και οι αυτοδιοικητικές. Το παράδειγμα των δύο δυνατών υποψηφιοτήτων στην Αθήνα, Κώστα Μπακογιάννη και Παύλου Γερουλάνου, δείχνει πως ακόμη και να μην είναι ακριβώς νέα πρόσωπα, μπορούν υπό όρους να δοκιμαστούν σε νέες μάχες και να τονίσουν μια εικόνα ανανέωσης. Το παράδειγμα ισχύει και για την Κατερίνα Νοτοπούλου με τον Νίκο Ταχιάο στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 2019 θα σηματοδοτηθεί και από κάτι ακόμη: την αποχώρηση από την αυτοδιοικητική αρένα δύο προσώπων που ανεδείχθησαν από την Κοινωνία των Πολιτών: του Γιώργου Καμίνη, που θα κινηθεί πλέον προς τη νέα Ευρωβουλή με το Κίνημα Αλλαγής, και του Γιάννη Μπουτάρη.
Μια χρονιά – πρόκληση
Το 2019, όπως λένε οι πολιτικοί αναλυτές, επίσης θα έχει έναν συμπαγή, σταθερό δικομματισμό, αλλά αυτό μόνο για τις εθνικές κάλπες. Ενδιαφέρον θα έχει η κοινοβουλευτική έκφραση μικρότερων κομμάτων, αλλά και πού θα κινηθεί η βουβή ψήφος της Ακροδεξιάς. Θα είναι ένα έτος που το πολιτικό σύστημα θα κατορθώσει να οριοθετήσει τους νέους ριζοσπαστισμούς ή θα αποβεί ένα έτος θεσμικής αταξίας και συγκρούσεων δίχως αύριο; Το ερώτημα επιστρέφει στο τι είδους αντιπολίτευση θα επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτό επίσης ευθύγραμμα επιστρέφει στο τι χαρακτηριστικά και τι νέες νοηματοδοτήσεις θα λάβει. Νέα πρόσωπα, σε τοπικό και εθνικό τερέν, θα έχουν τις δεξιότητες να διαχειριστούν τα των πολιτών τους; Πολύ περισσότερο αφού το έτος 2019, αυτό αφορά τους εθνικούς νέους κυβερνήτες, θα δείξει ακόμη πιο πολύ σε ποιο άρμα θα προσδεθεί περισσότερο η χώρα.
Θα δείξει επίσης αν ο ευρωστρατός και η πολιτική ενοποίηση που σχεδιάζει ο Μακρόν και άλλες δυνάμεις θα έχουν μέσα και ολίγη από ΝΑΤΟ ή θα αναδειχθεί μια νέα αυτονομία της ΕΕ. Το 2019 θα είναι και το έτος του ευρώ, της νέας δημοσιονομικής πειθαρχίας και στο κρεβάτι του Προκρούστη θα δείξει αν θα προσέλθει η Ιταλία. Γενικά το 2019 – αν μας επιτρέπεται μια βεβαιότητα – δεν θα πλήξουμε με τίποτα.