Παρότι σπάνια παραδέχεται ακόμα και την ελάχιστη δυσαρέσκεια με τη δουλειά για την οποία δολοπλόκησε με πρωτοφανείς τρόπους, και στην οποία έπεσε σε μεγάλο βαθμό τυχαία (χάρη στα καπρίτσια του Σώματος των Εκλεκτόρων), η προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «περίπατος». Καμία άλλη περίοδος της προεδρίας του όμως δεν υπήρξε τόσο γεμάτη με προβλήματα και σκοτεινούς οιωνούς για τον ίδιο όσο η τωρινή.
Μόλις πρόσφατα, ο Τραμπ ενεπλάκη από το ίδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης του σε κακούργημα, στη βάση της ποινής που εισηγήθηκε για τον πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας, Πολ Μάναφορτ, ο ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μιούλερ και της ποινής φυλάκισης τριών ετών που επιδίκασε δικαστήριο της Νέας Υόρκης στον πρώην δικηγόρο και συμβουλάτορά του, Ρόμπερτ Κόεν.
Τα δικαστικά έγγραφα που κατατέθηκαν από τον Μιούλερ καθώς και τον εισαγγελέα της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης αποκάλυψαν κάτι που πολλοί υποψιάζονταν από καιρό, αν και η επιβεβαίωσή του προκάλεσε σοκ: ο Τραμπ και η οικογένειά του είχαν χρησιμοποιήσει, ή προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν, την προεδρική υποψηφιότητά του, και έπειτα την προεδρία του, ώστε να γίνουν πλουσιότεροι.
Επιτέλους, μάθαμε τι ντροπιαστικές πληροφορίες διέθετε ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν για τον Τραμπ: ο Κόεν είπε στους εισαγγελείς πως ο Τραμπ επεδίωκε για καιρό να χτίσει ένα μεγάλο, ιδιαίτερα επικερδές ξενοδοχείο στη Μόσχα, άδεια για το οποίο έπρεπε να δώσει το Κρεμλίνο. Είπε επίσης σε μία επιτροπή του Κογκρέσου ότι οι προσπάθειες του Τραμπ να εξασφαλίσει τη συμφωνία για το ξενοδοχείο είχαν τερματιστεί στις αρχές του 2016. Αργότερα ομολόγησε πως οι συνομιλίες είχαν συνεχιστεί έως τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, ενώ ο Τραμπ, που είχε επανειλημμένως ισχυριστεί πως δεν είχε επιχειρηματικές συναλλαγές με τη Ρωσία, είχε ήδη εξασφαλίσει το ρεπουμπλικανικό χρίσμα.
Οι καταθέσεις του Κόεν ανέδειξαν επίσης την πιθανότητα να έχουν επηρεαστεί διάφοροι τομείς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων και επιδοκιμαστικών δηλώσεων για απολυταρχικούς ηγέτες ή της ευνοϊκής μεταχείρισής τους, από τα – υπάρχοντα ή επιθυμούμενα – ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα του Τραμπ σε αυτές τις χώρες, ανάμεσά τους η Τουρκία, οι Φιλιππίνες, η Σαουδική Αραβία καθώς και η Ρωσία. Αντίθετα με τους προκατόχους του, ο Τραμπ αρνήθηκε να αποσυνδεθεί από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του όταν ανέλαβε προεδρικά καθήκοντα – παρότι μεταβίβασε τη διοίκηση στους δυο ενήλικους γιους του.
Η διαφθορά επεκτείνεται στον άμεσο κύκλο του Τραμπ. Η κόρη του Ιβάνκα εξασφάλισε εμπορικά σήματα από την Κίνα για τη γραμμή παραγωγής ενδυμάτων της (έχει πλέον διακοπεί, παρότι η ίδια έχει διατηρήσει τα εμπορικά σήματα και επιδιώξει νέα). Εκτιμάται επίσης πως ο σύζυγός της, Κούσνερ, έχει χρησιμοποιήσει τη θέση του προκειμένου να προσπαθήσει να βρει κεφάλαια ώστε να αποπληρώσει μεγάλα χρέη της οικογενειακής του επιχείρησης ακινήτων. Και ο Κόεν φέρεται να πούλησε στην κυριολεξία την υποτιθέμενη πρόσβασή του στον Τραμπ σε επιχειρήσεις έναντι 4 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Κόεν ήταν αυτός που είπε στους εισαγγελείς της Νέας Υόρκης ότι «κατ’ εντολή του» Τραμπ έδωσε χρήματα σε δύο γυναίκες που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις με τον πρόεδρο. Ξεκάθαρος στόχος αυτών των δωροδοκιών ήταν να μη μάθει το κοινό για τις εξωσυζυγικές σχέσεις πριν από τις εκλογές. Είναι πλέον σαφές πως τόσο ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και μέλη της οικογένειάς του μπορεί να βρεθούν στο τέλος του δρόμου στο στόχαστρο σοβαρών κατηγοριών.
Η Ελίζαμπεθ Ντριου είναι συνεργάτρια του «New Republic» και συγγραφέας του βιβλίου «Washington Journal: Reporting Watergate and Richard Nixon’s Downfall».