Αν υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στα γεγονότα του 1989 στη Ρουμανία και σε εκείνα με τα οποία έπεσαν τα αντίστοιχα καθεστώτα στις άλλες χώρες του Υπαρκτού Σοσιαλισμού εκείνη την πολυτάραχη περίοδο, αυτή έχει να κάνει με τη βιαιότητα των όσων διαδραματίστηκαν στη χώρα. Αντίθετα με τις άλλες ιστορικές ανατροπές της εποχής, στη Ρουμανία, όχι μόνον ο δικτάτορας Τσαουσέσκου αλλά και η σύζυγός του, που επί 21 χρόνια κυβερνούσαν μαζί με σιδηρά χείρα, πλήρωσαν το τίμημα με τον ίδιο σκληρό τρόπο που κυβέρνησαν. Αφού πρώτα προκάλεσαν πρωτοφανή αριθμό θανάτων ανάμεσα στους εξεγερμένους, στη συνέχεια ανατράπηκαν με βία και, τελικά, εκτελέστηκαν με τρόπο ακόμη βιαιότερο.

Η αιτία για αυτό δεν ήταν μόνον το διαβόητο παρελθόν του ζεύγους Τσαουσέσκου που διοικούσε τη χώρα σαν οικογενειακή αποικιακή επιχείρηση προηγούμενων αιώνων. Ηταν και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους «ηγέτες» της ίδιας κατηγορίας, οι Τσαουσέσκου αρνήθηκαν, ακόμα και την ύστατη στιγμή, να αντιληφθούν ότι ο χρόνος τους είχε τελειώσει και ότι η Ιστορία γύριζε σελίδα: τα σαράντα και πλέον χρόνια κομμουνιστικής επικράτησης στη χώρα τελείωναν, η προστασία της Μόσχας στο πλαίσιο των ανταγωνισμών του Ψυχρού Πολέμου, παρά τις προβληματικές σχέσεις της με τον Τσαουσέσκου, δεν υπήρχε πια, όμως εκείνοι είχαν αποφασίσει να μην αποδεχθούν τη μοίρα τους, που, ακριβώς γι’ αυτό, χτύπησε τελικά με μεγαλύτερη αγριότητα.

Οπως πολύ συχνά συμβαίνει, η σπίθα που άναψε τη φωτιά, στην αρχή δεν φαινόταν ικανή να επιφέρει τέτοιου είδους εξελίξεις. Η εκδίωξη ενός ανοιχτά αντικαθεστωτικού πάστορα, του Λάζλο Τοκές, γεγονός κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο επί δεκαετίες στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, διαπέρασε αυτή τη φορά τη χώρα σαν ρεύμα από κεραυνό και οδήγησε στην πρώτη εξέγερση στην πόλη Τιμισοάρα, αρχικά στην ουγγρική μειονότητα. Η εμφάνισή του στην τοπική τηλεόραση διαπέρασε κι αυτή σαν ρεύμα τους πολίτες που λαχταρούσαν για δικαιώματα και έβλεπαν ότι η Ρουμανία με το ασφυκτικό καθεστώς της κινδύνευε να μην ακολουθήσει τον άνεμο των ευρύτερων αλλαγών.

Η αναμετάδοση σε ολόκληρη τη χώρα ήταν ο καταλύτης των εξελίξεων. Κυβέρνηση και δυνάμεις ασφαλείας, η διαβόητη Σεκιουριτάτε, αποφάσισαν να δείξουν για μία ακόμα φορά τα δόντια τους. Ομως η επανάσταση είχε πια ξεκινήσει. Και όταν πλέον, ξαφνικά, οι Ρουμάνοι στρατιώτες «πέρασαν απέναντι» μαζικά, ο Τσαουσέσκου και η γυναίκα του Ελενα, αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ρουμανίας, κατάλαβαν πια ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν το Βουκουρέστι, με τον γνωστό δραματικό τρόπο. Αφηναν πίσω τους το μεγαλύτερο – και αισθητικά πιο θλιβερό – σύγχρονο ανάκτορο της Ευρώπης που οι ίδιοι είχαν οικοδομήσει στα χρόνια της παντοδυναμίας τους, αλλά δεν υπήρχε πια τρόπος να διαφύγουν και τόπος να κρυφτούν. Μέσα σε λίγες μέρες, είχαν τελικά συλληφθεί, δικαστεί, καταδικαστεί και εκτελεστεί, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1989, με τις φωτογραφίες των πτωμάτων τους να σοκάρουν την παγκόσμια κοινή γνώμη, αλλά, ταυτόχρονα, να γίνονται και σύμβολα της δίκαιης τιμωρίας για τα τόσα χρόνια ανελέητης, αιμοσταγούς καταπίεσης.