Τρία πολύτιμα διακοσμημένα χειρόγραφα, ηλικίας άνω των 1.000 ετών, που εκτιμάται ότι προέρχονται από το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι σε όλη την Ευρώπη, τη Μονή Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο, φέρνουν αντιμέτωπους στις δικαστικές αίθουσες το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Σύμφωνα με την αγωγή που κατατέθηκε την περασμένη Πέμπτη στο δικαστήριο του Νιου Τζέρσεϊ από το Πατριαρχείο, τα χειρόγραφα λεηλατήθηκαν από τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έφτασαν στο αμερικανικό ίδρυμα το 1942 ως δωρεά ενός εκ των μελών του διοικητικού του συμβουλίου και αποφοίτου του, ο οποίος τα είχε αποκτήσει μέσω δημοπρασίας 20 χρόνια νωρίτερα.
Δυνατό επιχείρημα για τους ενάγοντες δίνει το ίδιο το πανεπιστήμιο, καθώς στην έκδοσή του «Ελληνικά χειρόγραφα στο Πρίνστον, 6ος-10ος αιώνας: αναλυτικός κατάλογος» του 2010 αναφέρεται ότι ορισμένα αφαιρέθηκαν από το μοναστήρι το 1917 από τις βουλγαρικές δυνάμεις. «Πρόκειται για ένα βιβλίο του Πρίνστον, που έχει κυκλοφορήσει από τον δικό του εκδοτικό οίκο, αφορά τη δική του συλλογή και έχει γραφεί από τους δικούς του συνεργάτες» λέει ο δικηγόρος μεγάλης νεοϋορκέζικης εταιρείας, ο Γιώργος Τσουγκαράκης, σε δήλωσή του στους «New York Times», όπου φιλοξενείται εκτενές άρθρο. «Κατά την άποψή μας, είναι η ισχυρότερη παραδοχή που θα μπορούσαμε να βρούμε» συνεχίζει ο δικηγόρος, που εκπροσωπεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τη Μονή Εικοσιφοινίσσης και τους τοπικούς εκκλησιαστικούς αξιωματούχους.
ΤΟ ΠΡΙΝΣΤΟΝ. Το πανεπιστήμιο από την πλευρά του, την επομένη της κατάθεσης της αγωγής, εξέφρασε μέσω ανακοίνωσης την ισχυρή πεποίθηση ότι η έρευνα για την προέλευση των χειρογράφων εδραιώνει την άποψη ότι δεν πρόκειται για προϊόντα λεηλασίας. «Βάσει των διαθέσιμων σε εμάς πληροφοριών, δεν βρήκαμε καμία βάση ώστε να συμπεράνουμε ότι τα χειρόγραφα που έχουμε στην κατοχή μας είναι προϊόντα λεηλασίας κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή ότι με οποιονδήποτε άλλο ανάρμοστο τρόπο έχουν αφαιρεθεί από το Πατριαρχείο» υποστηρίζει ο εκπρόσωπός του Μάικλ Χότσκις.
Τα βυζαντινά χειρόγραφα υπό διεκδίκηση είναι το έργο του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου «Ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου», το οποίο έχει αντιγραφεί το 955 από τον Νικηφόρο Νοταρά, το έργο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος – κι ένα από τα πλέον αριστουργηματικά της εκκλησιαστικής γραμματείας – «Κλίμαξ της θείας ανόδου», το οποίο αντιγράφηκε το 1081 στην Κωνσταντινούπολη από τον μοναχό Ιωσήφ, και ορισμένες σελίδες που χρονολογούνται τον 9ο αιώνα (πιθανόν από την «Ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου») και δέθηκαν κατά λάθος στην «Κλίμακα της θείας ανόδου». Στα διεκδικούμενα μέσω της πρόσφατης αγωγής ανήκει επίσης ένα αντίγραφο της «Ερμηνείας του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου», που χρονολογείται τον 16ο αιώνα, φέρεται να έχει λεηλατηθεί κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής επιδρομής το 1917 και αποκτήθηκε από το αμερικανικό πανεπιστήμιο το 1921.
ΚΑΙ ΤΟ 2015. Δεν είναι η πρώτη φορά που το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως χτυπά την πόρτα του Πρίνστον σχετικά με την επιστροφή θησαυρών. Το 2015 είχε ζητήσει μέσω επιστολής τον επαναπατρισμό πέντε χειρογράφων τα οποία χαρακτηρίζονταν ως «ανεκτίμητα κομμάτια του βυζαντινού πολιτισμού». Το πανεπιστήμιο τότε απάντησε ότι δύο από τα χειρόγραφα είχαν δωρηθεί σε άλλο μοναστήρι πριν από το 1917, το οποίο εν συνεχεία τα πούλησε. Οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι σταμάτησαν τη διεκδίκηση των συγκεκριμένων κειμηλίων, αλλά δεν παραιτήθηκαν από τις διεκδικήσεις εν γένει. «Αποτελούν μέρος της ιερής μας Ιστορίας, της πνευματικής και πολιτιστικής μας ταυτότητας» λέει ο εδρεύων στη Νέα Υόρκη και στενός συνεργάτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου πατήρ Αλεξ Καρλούτσος, ο οποίος χαρακτηρίζει τόσο την απώλεια των χειρογράφων όσο και την επανάκτησή τους ως ιδιαιτέρως επώδυνες διαδικασίες.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗ ΜΟΝΗ. Η Μονή Εικοσιφοινίσσης – τα σπέρματα ίδρυσης της οποίας ανάγονται στον 5ο αιώνα – πριν από τη βουλγαρική επιδρομή διέθετε μια αξιοσημείωτη συλλογή βιβλίων, κειμηλίων και πολύτιμων βυζαντινών χειρογράφων. Η επίθεση από τους Βουλγάρους στις 27 Μαρτίου 1917 περιγράφεται σε επιστολή που έστειλε τέσσερις ημέρες αργότερα ο τότε νομάρχης Δράμας Ν. Μπακόπουλος στην ελληνική αντιπροσωπεία εξωτερικών υποθέσεων στη Σόφια, κάνοντας λόγο για «μια συμμορία 60 εγκληματιών» που εισήλθε βίαια στο μοναστήρι και χτύπησε ανελέητα δύο άνδρες για να τους αναγκάσει να αποκαλύψουν πού φυλάσσονταν τα πολύτιμα αντικείμενα της μονής. Οι επιδρομείς συγκέντρωσαν στη συνέχεια χειρόγραφα, τυπωμένα βιβλία και άλλα αντικείμενα (η βιβλιοθήκη εκείνη την εποχή εκτιμάται ότι διέθετε 1.300 τόμους και περί τα 400 χειρόγραφα), συμπεριλαμβανομένων χρυσών νομισμάτων, ανέφερε η επιστολή. Τα κλοπιμαία μεταφέρθηκαν στη Σόφια κι από εκεί διανεμήθηκαν σε εμπόρους, βιβλιοπώλες και οίκους δημοπρασιών της Κεντρικής Ευρώπης, ενώ αρκετά βρίσκονται στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Σόφιας. Τα τέσσερα υπό διεκδίκηση από το Πρίνστον αντικείμενα εκτιμάται ότι προέρχονται από οίκο δημοπρασιών της Φρανκφούρτης.