Ο πρόσφατα φευγάτος από τη γειτονιά των ζώντων Γιώργος Σκούρτης, ένας από τους περίπου 15 μετακαμπανελλικούς μας θεατρικούς δημιουργούς από το 1970 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης με τους «Νταντάδες», άφησε έντονο και ιδιάζον το στίγμα του στη μεταπολεμική μας δραματουργία. Εγραψα ένα επικήδειο σημείωμα στη σχετική σελίδα των «ΝΕΩΝ» γιατί εκτός των άλλων η θητεία μου στην κριτική θεάτρου συμπίπτει με αυτή τη γενιά που διαδέχτηκε τους επίσης σημαντικούς συγγραφείς του μεταπολέμου, αυτούς που ονομάστηκαν φαρσοκωμωδοί (Ψαθάς, Σακελλάριος, Τσιφόρος, Πρετεντέρης, Ρούσσος, Γιαλαμάς κ.ά.). Ο Περγιάλης και ο Καμπανέλλης, εκεί στο τέλος του Εμφυλίου, ακόμη μέσα στους θεσμοθετημένους δεσμούς του νικητή του Εμφυλίου, παλεύουν να δουν με χίλια βάσανα και στρατηγικές τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας που με στρεβλούς ελιγμούς και λογική τού «βάλε τώρα που γυρίζει» έχτισε ένα κράτος – εργολάβο, μια νεολαία στα σκλαβοπάζαρα της μεταπολεμικής Ευρώπης της «ανάπτυξης» και μια παιδεία κολλημένη στο μοναδικό σχολικό βιβλίο της επίσημης ιδεολογίας.
Ο Καμπανέλλης μέσα από τις ρωγμές που άφηνε η λογοκρισία με την «Εβδομη μέρα της Δημιουργίας» και ιδιαίτερα με την «Αυλή των θαυμάτων» άλλαξε τη θεματική της δραματουργίας μας. Η ταλαντούχα ομάδα των φαρσοκωμωδών είχε στρέψει τον φακό της προς τους αστούς της ελληνικής απροσδιόριστης βέβαια αστικής τάξης, στην υπαλληλία και στους εμπόρους, γιατρούς, δικηγόρους μιας εποχής που έψαχνε να βρει τους αναγκαίους πόρους, θεσμούς και σκοπούς ενός λαού που έβγαινε καθημαγμένος από Αλβανικό, Κατοχή και Εμφύλιο, μετανάστευση και εξορίες, εσωτερική μετανάστευση και δουλειές του ποδαριού. Από τον «Φον Δημητράκη» στον «Ηρωα με παντούφλες» και από το «Μιας πεντάρας νιάτα» στη «Σωφερίνα», η τοιχογραφία είναι εύστοχη και καίρια με φόντο τα στρατοδικεία, την εξορία, τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, τους πολιτικούς εξόριστους και τα ορυχεία του Βελγίου και τα γκέτο εργατών της Γερμανίας και το νέο κύμα των αιγυπτιωτών προσφύγων. Οπως και σε άλλες μεταπολεμικές δραματουργίες (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ιταλία, Ισπανία) οι συγγραφείς με τη δεινή εμπειρία του μακελειού που προηγήθηκε κατέγραψαν παθογένειες, αδιέξοδα, συμπλέγματα όχι μόνο ατομικά, αλλά κυρίως συλλογικά και συχνά εθνολογικά.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα. Και δεν ήταν μόνο οι πρόσφατες πληγές από την τριπλή, όπως ανέφερα πριν, μάστιγα. Εγινε προσπάθεια και συχνά συνταρακτικά επιτυχής να αναχθεί μέσω του θεάτρου στις παλαιότερες αιτίες το αδιέξοδο και η αρρώστια του κοινωνικού ιστού. Μπήκαν στο ζύγι και ο διχασμός και η μικρασιατική τραγωδία και οι δικτατορίες που προετοίμασαν τον Μεταξά και τα ιδιώνυμα και η γλωσσική έριδα. Μοναδικό φαινόμενο παγκοσμίως. Οντως πού αλλού στην οικουμένη η χρήση ενός γλωσσικού ιδιώματος νεότερου ή παλιότερου όσον αφορά το λεξιλόγιο και το κλιτικό σύστημα είχε να κάνει με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιδεολογία του ομιλούντος λαού.
Μετά τη σύντομη πνευματική άνοιξη του ’60 – ’67 (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Νέο Κύμα, Τσαρούχης, Φασιανός, Θ. Αγγελόπουλος, Κακογιάννης, Βούλγαρης, Ραλού Μάνου, Μαμαγκάκης, επανανακάλυψη του ρεμπέτικου – Βαμβακάρης, Τσιτσάνης κ.λπ., οι αρχιτέκτονες Κωνσταντινίδης, Πικιώνης, οι φιλόσοφοι Αξελός, Παπαϊωάννου, Καστοριάδης, η ακμή του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Αναγνωστάκη, ο Κουμανταρέας, ο Ιωάννου, ο Τσίρκας και δεν εξαντλώ τον κατάλογο) οι δεκαπέντε θεατρικοί συγγραφείς, που δημιούργησαν χωρίς κανένα αισθητικό πρόταγμα μεταξύ τους παράλληλα και ανεξάρτητα τη δραματουργική μας άνοιξη που ανάλογη σε ποικιλία και πλήθος έργων είναι μόνο η βρετανική σχολή, έγιναν ανατόμοι και ψυχαναλυτές μιας κοινωνίας που έπασχε από χρόνια νοσήματα.
Θα περιοριστώ βέβαια στον Σκούρτη. Βρέθηκε μέσα στην κρίση εργάτης βιομηχανίας στη Γερμανία. Αυτή η εμπειρία του μας προίκισε με τα έξοχα τραγούδια που μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στους «Μετανάστες». Ηταν η δεύτερη γενιά μεταναστών εργατών μετά την πρώτη που τραγούδησε ο Καζαντζίδης. Ερχονταν να ενταχθούν στη μεγάλη τραγική σειρά τραγουδιών της ξενιτιάς της δημοτικής Μούσας. Αν δεν δούμε έτσι στη συνέχεια μιας παράδοσης τους σύγχρονους δραματουργούς δεν θα αντιληφθούμε το έργο τους ως ακτινογραφία της Ιστορίας.
Το πρώτο έργο του Σκούρτη που το ένστικτο του Κουν επέλεξε να παρουσιάσει ήταν «Οι νταντάδες». Εκεί ο νέος ακόμη τότε συγγραφέας με επιρροές (πώς αλλιώς;) από την κυριαρχούσα στην Ευρώπη τεχνική και θεματική που ονομάστηκε παράλογο θέατρο, απόρροια των έξοχων φιλοσοφικών συλλήψεων του Καμί, του Σαρτρ, του Μπέκετ (ως πεζογράφου πρώτα), κατόρθωσε να αναλύσει μια έως τότε στον τόπο μας ανεξερεύνητη κοινωνική σχέση αστικού κώδικα ηθικής και λούμπεν προλεταριάτου. Υπήρχε ήδη μια εκδοτική και δοκιμιακή συρροή έργων που ανέλυαν το περιθώριο και κυρίως τον κώδικα κρυπτείας του και τα τραγούδια του έως τότε απαγορευμένα.
Οι δύο «αλήτες» του Σκούρτη που καλούνται να φυλάξουν μια ταριχευμένη μεγαλοαστή κυρία είναι η πρώτη θεατρική απόπειρα να μιλήσουμε σε ευρύ κοινό για τον θάνατο και τη συντήρηση σε φορμόλη μιας μεσοπολεμικής τάχα μου αστικής τάξης και μιας μεταπολεμικής νεοπλουτίστικης τάξης καιροσκόπων.
Το αριστούργημα του Σκούρτη είναι βέβαια το «Κομμάτια και θρύψαλα» που ακτινοσκοπεί τους όγκους που ανέπτυξε στο κοινωνικό σώμα η δικτατορία, έργο σπονδυλωτό σαν τις πλάκες ακτίνων που απλώνουν στον πίνακα οι γιατροί και προσεγγίζουν τις αλλοιώσεις των ιστών.
Τα «Κομμάτια και θρύψαλα» ανιχνεύουν την παθογένεια αστών, μικροαστών και εργατών, επιστημόνων και εμπόρων.
Τώρα στο Studio Κυψέλης ο θίασος Θεατρίνων Θεατές παρουσιάζει λίγες μέρες μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ενώ είχαν το προνόμιο, όπως μαθαίνω, να τον έχουν έως το μοιραίο τέλος παρόντα στις δοκιμές και στο ύφος της παράστασης.
Η δεύτερη σειρά μονοπράκτων που συγκροτούν το «Σοκ» είναι ένα κείμενο σκληρό, ωμό, σχεδόν απωθητικό (όχι ως θεατρική εμπειρία αλλά ως δυστυχώς υπαρκτή κοινωνική ελληνική πραγματικότητα). Ο συγγραφέας εμφανίζεται σ’ αυτή την ενότητα με μια σειρά ακτινογραφιών ανθρώπων διπλανών μας ίσως και οικείων μας τελείως χαλασμένων. Φοβάμαι πως δεν υπερβάλλει. Χωρίς οι άνθρωποι αυτοί να είναι η πλειονότητα των συνοικούντων με μας, δεν παύουν να ελέγχουν και να χρωματίζουν τη ζωή μας, τα ήθη μας και το ύφος της καθημερινότητάς μας.
Βλέποντας αυτούς τους άκρως αρνητικούς συμπατριώτες μας δεν μπορείς παρά να θέσεις ερωτήματα για την ποιότητα των θεσμών μας, της παιδείας μας και της αισθητικής μας. Οχι, δεν είναι λούμπεν απλώς πρόσωπα, δεν είναι κοινωνικοί παρίες. Είναι ματσωμένοι, μετέχουν στα κοινά, κινούν τα νήματα εξουσιών, καθορίζουν το θέαμα, το ακρόαμα και τη γεύση μας. Καθοδηγούν τη μόδα και διακινούν χρήμα, σώματα, ιδέες που συχνά επικρατούν και επηρεάζουν και την αγορά και την εκπαίδευση και την πολιτική και, δυστυχώς, την επιστήμη ως επάγγελμα. Εργο πικρό, επώδυνο. Μην το αποφύγετε, αλλά αντλήστε επιχειρήματα για να το πολεμήσετε.
Η παράσταση που δίδαξε με έξοχους ρυθμούς και ισορροπίες ο Γιώργος Λιβανός τίμησε τον συγγραφέα που για χρόνια ήταν σχεδόν απαγορευμένος. Η Βολίδη στα εικαστικά, ο Τσολάκης στα τραγούδια που έγραψε, ο Σίμωνας Πάτροκλος στις χορογραφίες στήριξαν με κύρος και ουσία τους αξιόλογους ηθοποιούς που έπαιξαν πολλούς ρόλους ο καθένας σ’ αυτό το σπονδυλωτό έργο. Ξεχωρίζω την πείρα της Καίτης Ιμπροχώρη και παραθέτω τους ταλαντούχους δημιουργούς: Ολγα Πρωτονοταρίου, Σόνια Κωτίδου, Μαρία Φλωράτου, Σοφία Μπεράτη και Γιάννη Τσιώμου, Νίκο Χαλατζίδη, Ανδρέα Ζαχαριάδη, Μάνο Χατζηγεωργίου. Στο πιάνο η Νίκη Γκουντούμη.
info
Σκηνοθεσία, φωτισμοί: Γιώργος Λιβανός
Σκηνικά – κοστούμια: Δέσποινα Βολίδη
Μουσική: Σάκης Τσιλίκης
Πιάνο: Νίκη Γκουντούμη
Ερμηνείες: Καίτη Ιμπροχώρη, Γιάννης Τσιώμου, Μάνος Χατζηγεωργίου, Νίκος Χαλατζίδης, Ολγα Πρωτονοταρίου, Σοφία Μπεράτη, Σόνια Κωτίδου, Μαρία Φλωράτου, Ανδρέας Ζαχαριάδης, Ζωρζέτ Μιρόν
Πού: Στο Studio Κυψέλης (Σπετσοπούλας 9 και Κυψέλης, τηλ. 210-8819.571) έως 27/1