Την ώρα που η περιφερειάρχης Αττικής αναρτούσε στους λογαριασμούς της στα κοινωνικά δίκτυα χαριτωμένα μηνύματα για κουραμπιέδες και μελομακάρονα, πέθαινε ένας ακόμα από τους τραυματίες της καλοκαιρινής πυρκαγιάς στο Μάτι – ο εκατοστός. Είχε υποφέρει μερικούς μήνες, σε θεραπείες επώδυνες και χρονοβόρες, αντιμέτωπος με τον πόνο, τον υπαρξιακό φόβο και, ίσως, την απογοήτευση από την προσπάθεια των εκπροσώπων του κράτους να τον απαξιώσουν – κι αυτόν, και τους άλλους τραυματίες, και τους νεκρούς. Ιδίως τους νεκρούς. Που τους κατηγόρησαν ως συλλήβδην παράνομους αυθαιρετούχους – εκείνοι που λίγους μήνες μετά εντάσσουν στην πολιτική τους άλλη μια νομιμοποίηση αυθαιρέτων.
Πηγαίνοντας προς τις εκλογές, κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε τους νεκρούς στο Μάτι – κι όσες κι όσους ταλαιπωρούνται σε χρονοβόρες και κοστοβόρες θεραπείες, με ανεπούλωτα διά βίου τραύματα. Κι όμως. Αν το κράτος δεν αποδεικνυόταν ανέτοιμο σε μια πυρκαγιά, μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, οι περισσότερες και οι περισσότεροι σήμερα θα ζούσαν. Θα ήσαν ανάμεσά τους, προσπαθώντας να αποκαταστήσουν τις ζημιές στους οικισμούς τους και στις κατοικίες τους. Σήμερα, πιθανότατα, θα έκαναν σχέδια για τις γιορτές.
Η ανθυπαστυνόμος Κασσιανή Σπανού ίσως να διεκδικούσε μια ολιγοήμερα άδεια από την υπηρεσία, για μια μικρή εκδρομή στη χιονισμένη επαρχία. Η ηθοποιός Χρύσα Σπηλιώτη μάλλον δεν θα είχε χρόνο για εξόδους, τα θέατρα φέτος είναι γεμάτα. Η Βασιλεία Μαυρίδου ή η Στυλιανή Χριστοφίδου, περίπου συνομήλικές μου, συντονισμένες στο τριπ της ηλικίας μας, ίσως να συναντούσαν συμμαθητές. Η Αθηνά Καραλή μπορεί να είχε προγραμματίσει ταξίδι στο εξωτερικό. Οι τέσσερις της οικογένειας Φιλιπποπούλου ίσως να είχαν συγγενείς στην επαρχία. Η Μπεάτα – Τερέζα Κορνιεζόβσκα με το γιο της, τον Νικολάι – Κάσπερ, πιθανόν να βρίσκονταν στη Βαρσοβία, στην Πολωνία γιορτάζουν τα Χριστούγεννα με κατάνυξη. Τόσοι άνθρωποι, τόσες σιωπές.
Εκατό άνθρωποι λείπουν, ενώ μπορούσαν να είναι εδώ. Κάποια στιγμή, μια κάποια δικαιοσύνη θα αποδοθεί. Ώς τότε, ας τους μνημονεύουμε. Δεν είναι σκιές που πέρασαν και ξεχάστηκαν. Ξεχώριζαν και ήσαν σαν κι εμάς, ανάμεσά μας, διψούσαν για ζωή και η πολιτεία δεν τους προστάτεψε. Χρειάζεται να θυμόμαστε τους ανθρώπους αυτούς ακριβώς γιατί δεν πέθαναν ηρωικά, αλλά επειδή πέθαναν άδικα. Επειδή χάθηκαν διότι το κράτος δεν κατάφερε να εγγυηθεί τη ζωή καθημερινών ανθρώπων που πλήρωναν φόρους. Ανθρώπων σαν κι εμάς. Τόσο όμοιων, τόσο ξεχωριστών – και τόσο ανυπεράσπιστων απέναντι σε μια βυθισμένη στην παρακμή πολιτεία.