Είναι το ερώτημα που θέτει κανείς αυτομάτως ακούγοντας τον Αντώνη Σαμαρά στο Συνέδριο της ΝΔ. Είναι κι αυτός ένας «κανένας δεν περισσεύει» στην πανστρατιά που κηρύσσει ένα κόμμα για την κατάκτηση της εξουσίας; Ή είναι αυτός που θα ήταν καλύτερα να έλειπε; Εχει, με άλλα λόγια, ανάγκη η ΝΔ του Μητσοτάκη τον τραχύ, σχεδόν ακατέργαστο λόγο του πρώην αρχηγού της; Ή αυτός ο λόγος ρίχνει νερό στον μύλο ενός ΣΥΡΙΖΑ που βλέπει ακροδεξιές στροφές ακόμη κι εκεί όπου δεν υπάρχουν; Κι αν, συνεκδοχικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει εναγωνίως ακροδεξιούς μπαμπούλες για να τονώσει το αριστερό του προφίλ γιατί ο Σαμαράς παίζει τόσο πρόθυμα τον ρόλο;
Μια προφανής απάντηση είναι ότι όλες οι έξεις του Σαμαρά είναι απολύτως εξαρτημένες από την πολιτική του φύση. Ο Σαμαράς ήταν πάντα αυτός. Είναι κάποιος που δεν στρογγύλεψε τη ρητορική του ούτε την περίοδο της πρωθυπουργίας του και αν τότε δεν έδωσε και πολλές μάχες στο ευρύτερο ιδεολογικό τερέν είναι επειδή το δίπολο Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο είχε επισκιάσει τα πάντα. Επισκίασε τον Σαμαρά που συγκρούστηκε θεσμικά ή και λιγότερο θεσμικά με τη Χρυσή Αυγή. Αλλά και τον Σαμαρά που φωτογραφίστηκε στον φράχτη του Εβρου για να δείξει ότι αυτός «πιστεύει στα σύνορα και στην ανάγκη φύλαξής τους», όπως είπε και στο Συνέδριο για να του καταλογιστεί από τους συριζαίους «άνοιγμα στην Ακρα Δεξιά».
Τα υπόλοιπα εγγράφονται σε προσωπικό επίπεδο. Περισσότερο από πολιτική σήμανση, η απόφαση του Σαμαρά να μην παραδώσει ο ίδιος προσωπικά το Μαξίμου στον Τσίπρα είχε προσωπικά κίνητρα. Και η υπόθεση της Novartis, ο τρόπος που τον έβαλε η κυβέρνηση στο κάδρο του σκανδάλου, εδραίωσε πιθανότατα την πεποίθησή του ότι όχι μόνο ο Τσίπρας «δεν πιστεύει στο έθνος» και «Θεωρεί “εθνικιστές” όσους αγαπάμε την πατρίδα μας» όπως είπε στο Συνέδριο, αλλά και ότι «δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο» όπως θα μπορούσε να πει οπουδήποτε.
Ολα αυτά δεν κάνουν «άνοιγμα στην Ακρα Δεξιά». Κάνουν όμως συντηρητική Δεξιά στην πλέον ανόθευτη εκδοχή της.