Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να έχει το στάτους της θεωρητικού του χώρου. Διαβεβαιώνοντας πάντως την επομένη της ομιλίας Τσίπρα ότι «η Αριστερά είναι πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», η Ολγα Γεροβασίλη περιέγραψε με εννέα λέξεις το αρχηγικό πνεύμα: κατ’ αντιστοιχία με το πάντα, το κόμμα δεν κάνει ποτέ λάθη. Αφού όμως δεν είναι θεωρητικός, ως τι μίλησε η Γεροβασίλη;
Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Η Γεροβασίλη δεν την κοίταξε στα μάτια τη μεγάλη Ιστορία, δεν της ένευσε καν – πώς θα μπορούσε άλλωστε; Απλώς προπαγάνδισε την επιλογή του αρχηγού της να εκφωνήσει στο Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης όχι μόνο μια τόσο αριστεροβαρή αλλά και τόσο παρελθoντολάγνα ομιλία. Εξήγησε, με άλλα λόγια, γιατί ο Αλέξης Τσίπρας θυμήθηκε τους «αγώνες του ΕΑΜ».
Πρόκειται για επιλογή απελπισίας – και όχι μόνο επειδή είναι τόσο προφανής ή επειδή την υπερασπίστηκε τόσο άγαρμπα η Γεροβασίλη. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς θεωρητικός για να αντιληφθεί ότι οι αναφορές στο ένδοξο παρελθόν αποδυναμώνουν αυτομάτως το αφήγημα του παρόντος. Δεν υπάρχει πλέον ηθικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης, υπάρχει μόνο μια κάποια ηθική υπεροχή που χάνεται στα βάθη της Ιστορίας. Δεν υπάρχει υπερασπίσιμο έργο, υπάρχει μόνο η κληρονομιά ή, ακόμη χειρότερα, άλλο ένα αναμάσημα της κληρονομιάς. Ο Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη δεν συστήθηκε ως Αριστερά του σήμερα. Αναπόλησε αυτό που μπορεί να ήταν η Αριστερά κάποτε.
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ. Μπορεί η επιλογή να είναι συνετή για ιστορικά μνημόσυνα. Πολιτικά όμως είναι αδιέξοδη. Και είναι αδιέξοδη για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι ο Τσίπρας συρρίκνωσε υπερβολικά το εν δυνάμει ακροατήριό του. Η ομιλία του ήταν βγαλμένη από τα σπλάγχνα του 4%, ήταν μια ομιλία για τον κομματικό πυρήνα, ήταν μια ομιλία της νοσταλγίας. Μόνο που το περιβάλλον ήταν εξαιρετικά δυσμενές για να αφυπνίσει τέτοιου τύπου αντανακλαστικά. Πόσο χώρο στη νοσταλγία αφήνουν οι δεκάδες κλούβες των ΜΑΤ έξω από το Παλέ; Τι δουλειά έχουν οι αγώνες του ΕΑΜ σε μια Αριστερά που δεν συγκυβερνά μόνο με τη λάιτ Ακρα Δεξιά αλλά και με τον Πετσίτη;
Αν το κλίμα της νοσταλγίας παραήταν τεχνητό, η νιοστή απόπειρα διχασμού που επιχείρησε ο Τσίπρας στο Παλέ ήταν μάλλον άτεχνη. Κι αυτός είναι ο δεύτερος λόγος του πολιτικού αδιεξόδου. Η στρατηγική εδώ είναι η συνέχιση του συνθήματος «είτε μας τελειώνουν είτε τους τελειώνουμε» με άλλα μέσα. Ο,τι δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ, είναι Ακρα Δεξιά. Ο,τι δεν συμπορεύεται όχι με ένα αξιακό σύστημα αλλά με το σύστημα εξουσίας, νοσταλγεί τους Γκοτζαμάνηδες. Οποιος αντιπολιτεύεται τον Τσίπρα και τη Γεροβασίλη, καβαλάει τρίκυκλα. Ο διχασμός δεν είναι μόνο εμφυλιοπολεμικός. Είναι και μετεμφυλιακός. Αλλά σε ποιου τα αφτιά φτάνει σήμερα;
ΟΙ ΚΕΝΕΣ ΚΕΡΚΙΔΕΣ. Πιθανότατα ούτε στα αφτιά των μεταφερόμενων οπαδών που γέμισαν και δεν γέμισαν το Παλέ. Το θρυλικό «κλειστό», για το οποίο οι γνώστες των πολιτικών συγκεντρώσεων στη Θεσσαλονίκη λένε ότι άλλοτε θα μπορούσαν να το γεμίσουν ακόμη και υποψήφιοι νομαρχιακοί σύμβουλοι, ήταν σε πολλά σημεία άδειο. Κι ακόμη και αν αυτή είναι η εποχή της πολιτικής απομάγευσης για μια χώρα που γνώρισε πολλά πολιτικά πάθη, ένας πρωθυπουργός θα έπρεπε να μην αφήνει και πολλά καθίσματα άδεια στις κερκίδες του Παλέ.
Η ΠΟΛΗ – ΦΑΝΤΑΣΜΑ. Δεν είναι η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα. Η Θεσσαλονίκη τού γύρισε την πλάτη κι όχι μόνο επειδή οι κυβερνητικοί χειρισμοί στο Μακεδονικό έχουν φορτίσει αρνητικά τον ελλαδικό Βορρά. Κι ενώ ο Τσίπρας φιλοδοξούσε να αποδείξει ότι η πόλη παραμένει γι’ αυτόν φιλόξενη, εκείνο που απέδειξε τελικά είναι ότι μπορεί πλέον να την επισκεφθεί μόνο με ισχυρή αστυνομική προστασία για να βρει μια πόλη – φάντασμα. Μα δεν ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη η «πόλη των φαντασμάτων»; Δεν είναι πάντως εκείνων των μερικών εκατοντάδων που διαδήλωσαν έξω από το Παλέ για τη Μακεδονία και ο ΣΥΡΙΖΑ σπεύδει πάντα τόσο επίμονα και τόσο αστόχαστα να χαρίσει στη Χρυσή Αυγή.
Γιατί λοιπόν πήγε να μιλήσει ο Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη; Για να την ταυτίσει με τους Γκοτζαμάνηδες; Θα ήταν έγκλημα. Για να ανακοινώσει την υποψηφιότητα της Νοτοπούλου; Αυτό, παραφράζοντας τον Ταλεϋράνδο, θα ήταν χειρότερο από έγκλημα. Με τόσες κλούβες των ΜΑΤ έξω από το Παλέ, θα ήταν (πάρα) πολύ κακό για το τίποτα.