Η οικονομική κρίση «γέρασε» την Ελλάδα. Ακόμη και αν κάποιος σχολίαζε ώς χθες το συμπέρασμα αυτό φιλοσοφικά, το Ιδρυμα Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) το απέδειξε με αριθμούς: τα 1,53 εκατ. μαθητές στα ελληνικά σχολεία του 2000 μειώθηκαν σε 1,49 εκατ. το 2009 (-3,1%) και σε 1,44 εκατ. το 2016 (-5,9% συγκριτικά με το 2000). Εάν δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές σύντομα, ο συνολικός αριθμός των μαθητών στην Ελλάδα (η επόμενη «νέα γενιά» της χώρας) θα μειωθεί σε περίπου 1,05 εκατ. (29,2% ή 423,3 χιλιάδες λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035.
Οι παρενέργειες της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα πέφτουν τώρα πάνω στη χώρα με τη μορφή οξείας δημογραφικής απειλής, που αναμένεται να επηρεάσει δραστικά, τα επόμενα χρόνια, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, σώματα ασφαλείας, ένοπλες δυνάμεις, αγορά εργασίας κ.λπ. Η χώρα αλλάζει και το ΙΟΒΕ καταγράφει τη νέα εικόνα της μελετώντας πρώτα τον εκπαιδευτικό μας χάρτη και κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: η αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας πρέπει να αναδειχθεί σε κορυφαία εθνική προτεραιότητα και να οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής με στόχο την πολύπλευρη στήριξη της οικογένειας.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Η πανελλαδική μελέτη που παρουσίασαν χθες οι εκπρόσωποι του ΙΟΒΕ, ο πρόεδρός του καθηγητής Νίκος Βέττας και ο επιστημονικός του συνεργάτης Αποστόλης Δημητρόπουλος, αποδεικνύει ότι τα επόμενα χρόνια θα έχουμε μείωση των σχολικών μονάδων στη χώρα, μείωση εισακτέων στα ανώτατα ιδρύματα και αλλαγές στην αγορά εργασίας. Η έρευνα καταγράφει μια Ελλάδα με λιγότερους μαθητές αλλά και λιγότερους εκπαιδευτικούς, ενώ καταλήγει και σε ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα: τα κενά εκπαιδευτικών που καταγράφονται κάθε χρόνο στα σχολεία και οι ελλείψεις «οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης» και όχι τόσο στην έλλειψη δασκάλων και καθηγητών!
Πάντως, η σημαντικότερη επίπτωση της κρίσης στη λειτουργία της εκπαίδευσης που διαπίστωσε η μελέτη αφορά τη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών, κυρίως αλλοδαπών, μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τις 159,5 χιλιάδες, στις 70,3 χιλιάδες), και στη μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με μοναδική εξαίρεση το 2016). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30% (από 118,3 χιλιάδες το 2008, σε 88,5 χιλιάδες το 2017) άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλιάδες το 2014, σε 155,2 χιλιάδες το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016, σε 101,9 το 2017).
ΔΕΔΟΜΕΝΟ. Οπως αναφέρεται στη μελέτη, όμως, όποια κατεύθυνση και αν ακολουθηθεί από τις κυβερνήσεις των επόμενων ετών στα θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής για τη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος), το δεδομένο είναι ότι:
■ ο αριθμός των σχολικών μονάδων ενδέχεται να μειωθεί έως 10,7 χιλιάδες το 2035 από 15,5 χιλιάδες το 2008 (μείωση κατά 30,8% ή 4,8 χιλιάδες σχολικές μονάδες),
■ ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 180,3 χιλιάδες το 2009 ενδέχεται να μειωθεί το 2035 σε 110,5 χιλιάδες (μείωση 38,7% στο σενάριο προσαρμογής) και σε 80,7 χιλιάδες (μείωση 55,2% στο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης).
ΕΝΤΟΝΟΤΕΡΑ. Οι επιπτώσεις της μείωσης των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010, αναμένεται να εκδηλωθούν σταδιακά και εντονότερα από την επόμενη χρονιά. Η μεγάλη μείωση των μαθητών που έχει ήδη καταγραφεί θα «χτυπήσει» πρώτα τους δασκάλους καθώς και τους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων που διδάσκουν στα δημοτικά σχολεία (Αγγλικής, Γαλλικής, Γερμανικής, Φυσικής Αγωγής, Μουσικής, Καλλιτεχνικών, Πληροφορικής). Στους νηπιαγωγούς, πάλι, το πρόβλημα θα φανεί με έναν χρόνο καθυστέρηση λόγω της σταδιακής επέκτασης της διετούς υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης που θα φέρει περισσότερα νήπια στον σχολικό χάρτη το 2019. Οπως εκτιμάει όμως το ΙΟΒΕ, από το 2022 οι επιπτώσεις αυτές θα αρχίσουν να εκδηλώνονται και στις υπόλοιπες ειδικότητες εκπαιδευτικών μέσης εκπαίδευσης και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια καθώς ο αριθμός των μαθητών θα μειώνεται σταδιακά και εντονότερα. Βέβαια, το μέγεθος του πλεονάσματος σε εκπαιδευτικούς θα εξαρτηθεί και από τις συνταξιοδοτήσεις και αποχωρήσεις τους.
Πάντως, η μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προβλέπεται τα προσεχή χρόνια, θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την απασχόληση, καθώς ο κλάδος της εκπαίδευσης (δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια κ.λπ.) απορροφά μεγάλο μέρος των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Κατά 23,8% λιγότεροι οι εισακτέοι σε ΑΕΙ – ΤΕΙ
Ακόμη, όπως αναφέρεται στην ίδια μελέτη, οι εισερχόμενοι στην ανώτατη εκπαίδευση από 68.000 θα μειωθούν σε 51.800 το 2035 (-23,8% ή -16,2 χιλιάδες λιγότεροι), αν διατηρηθεί η σημερινή αναλογία αποφοίτων – εισερχομένων. Επιπροσθέτως, οι δημογραφικές μεταβολές θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και την οικονομία λόγω μειωμένης προσφοράς νέων αποφοίτων, προσόντων και δεξιοτήτων. Εάν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές στις εκπαιδευτικές ροές και τις επιλογές των μαθητών, ο ήδη ισχνός συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αριθμός των μαθητών της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης θα μειωθεί από 106,5 χιλιάδες το 2008 σε 80,5 χιλιάδες το 2035 (-26 χιλιάδες ή -24,4%), ενώ ο αριθμός των αποφοίτων κατ’ έτος από 37,3 χιλιάδες το 2010 σε 24,1 χιλ. το 2035 (-5,3 χιλιάδες ή -18,1%). Οι επιπτώσεις αυτές θα ξεκινήσουν να εκδηλώνονται από το 2027 και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια, μέχρι τουλάχιστον το 2035.